Ενας ήρωας με… βραβείο



Ποτέ ξανά ένας ήχος τρένου δεν έκανε τους θεατές μιας παράστασης να επιδίδονται σε τόσο παρατεταμένα χαχανητά. Και αν είναι κάτι που βοηθάει τη φυματική πλην τρισχαριτωμένη κόμισσα να καταπολεμήσει τον φόβο του θανάτου, αυτό είναι η δύναμη που παίρνει από το πιστό κοινό της, το οποίο είναι διατεθειμένο να πεθάνει για χάρη της από τα γέλια. Ο Υπερσιβηρικός περνάει κάθε Δευτέρα και Τρίτη μέσα από το Μικρό Παλλάς, μεταφέροντας σε ένα απομονωμένο – λόγω των όχι και τόσο αριστοκρατικών αιμοπτύσεών της – κουπέ μια ηρωίδα αλλιώτικη από τις άλλες: τη Νατάλια Μπρατούσκα Σεϊτανίδη Αλεξέγεβνα, κατά κόσμον Θανάση Αλευρά, ο οποίος θα της χρωστάει αιώνια ευγνωμοσύνη αφού χάρη σε εκείνη τιμήθηκε με το βραβείο «Δημήτρης Χορν» την περασμένη Δευτέρα.


«Δεν περίμενα με τίποτα ότι θα έπαιρνα το βραβείο, ίσως επειδή οι «Ηρωες» είναι μια σπονδυλωτή παράσταση, οπότε δεν προτάθηκα για έναν συγκεκριμένο ρόλο, αλλά για τη γενική μου παρουσία μέσα σε αυτήν» λέει ο ηθοποιός παίζοντας με τη φωτιά, αφού αν αυτό το δημοσίευμα πέσει στα χέρια της Νατάλια, δεν θα του ξαναμιλήσει ποτέ (ευτυχώς ο υπάλληλος του τρένου της πετάει κάθε φορά από το παράθυρο μόνο μία ρωσική φυλλάδα και ύστερα εξαφανίζεται από φόβο μήπως του κολλήσει το «χτικιό» της). Η αλήθεια είναι ότι ο ίδιος έχει και άλλες καλές στιγμές κατά τη διάρκεια ενός έργου που έχει δάνεια από διάφορα είδη, όπως το μιούζικαλ, το βαριετέ και η επιθεώρηση. Η θητεία της Ελένης Γκασούκα στους «Αγαμους Θύτες» άλλωστε την έκανε να περάσει μπόλικη από την παρεΐστικη ατμόσφαιρα τού τότε στο τώρα, που έγραψε, χορογράφησε και σκηνοθέτησε μια παράσταση για τη νέα της ομάδα. Η γνωριμία του Θανάση Αλευρά μαζί της άρχισε με αφορμή την Τελετή Λήξης των Ολυμπιακών Αγώνων του 2004, όταν εκείνη υπέγραφε τη χορογραφία και ο ίδιος είχε αναλάβει να τη διδάξει στην ομάδα των εθελοντών.


Το κοινό διαπιστώνει άλλωστε το ταλέντο του στον χορό όταν παρωδεί τη χαρακτηριστική σκηνή από το «2» του Δημήτρη Παπαϊωάννου: δύο άνδρες τρέχουν πασχίζοντας να φτάσει ο ένας τον άλλο, ενώ μία απροσδιόριστη δύναμη τους τραβάει προς τα πίσω. Ή όταν επιδίδεται σε περίτεχνες φιγούρες τσάμικου που φλερτάρουν ασύστολα με την ενόργανη γυμναστική και το τανγκό. Και εκεί που πίστευες ότι κανένας άλλος δεν θα ήταν σε θέση να σε κάνει να γελάσεις τόσο δυνατά όσο η Νατάλια, να σου και ο βλάχος ηπειρώτης καταπιεσμένος gay που περιγράφει την περιπέτειά του να αγοράσει ένα σαμπουάν Τιμοτέι από τα Γιάννινα, όταν και το τελευταίο ξυλάκι από την παλιά γέφυρα έπεσε στον γκρεμό και το Πακέτο Ντελόρ δεν βρήκε ποτέ τον προορισμό του για να την ξαναχτίσει. «Εχουμε την τάση να υποβιβάζουμε την κωμωδία, ίσως γι’ αυτό δεν περίμενα ότι θα κερδίσω το βραβείο. Η κωμωδία όμως είναι μαθηματικά. Είναι μία επιστήμη που δεν σταματά ποτέ και πουθενά. Και είναι και πολύ άπιστο θηλυκό: κάθε μέρα πρέπει να την παρατηρείς, να μην εφησυχάζεις. Το κοινό δεν είναι ποτέ το ίδιο και δεν θα γελάσει ποτέ με τα ίδια αστεία» λέει με σοβαρότητα και χωρίς σοβαροφάνεια. Το κοινό που τον επισκέπτεται στα καμαρίνια – ανάμεσά του και κόσμος μεγάλης ηλικίας αν και η παράσταση εκ πρώτης όψεως μοιάζει αυστηρώς κατάλληλη (μόνο) για νέους – επαληθεύει τη μαθηματική εξίσωση του κωμικού του ταλάντου, λέγοντάς του ότι είχε πολύ καιρό να γελάσει με την καρδιά του. Και το καλύτερο κομπλιμέντο ήρθε από κάποιον που του είπε ότι ήταν το καλύτερο ταξίδι με τρένο που έχει κάνει ποτέ.


Γεννήθηκε και μεγάλωσε στα Γιάννινα, οπότε η «ζάπα», η «γκουστερίτσα», ο «μπουτσκάβρας», ο «μπιτσλιάκος», τα «πετροκούναβα» και άλλοι εκπρόσωποι του ζωικού βασιλείου που αναφέρει στον ρόλο του δύσμοιρου Ηπειρώτη δεν του είναι άγνωστα. Απόφοιτος του Θεάτρου Τέχνης, κέρδισε νωρίς την εμπιστοσύνη του δασκάλου του Μίμη Κουγιουμτζή, ο οποίος τον επέλεξε τόσο για τον «Μικρό Πρίγκιπα» όσο και για τον ρόλο του Ερμή στον «Πλούτο» του Αριστοφάνη, με τον οποίο πήρε το βάπτισμα του πυρός στην Επίδαυρο. Αντίστοιχη εμπιστοσύνη του έδειξε και ο Γιώργος Κιμούλης όταν ανέβασε τον «Εμπορο της Βενετίας» και το «Δρ Τζέκιλ και Μίστερ Χάιντ». Ορόσημο θεωρεί τη συνάντησή του με τον Σταμάτη Φασουλή και τη συνεύρεσή τους στη «Μήδεια» του Μποστ, ενώ περιμένει με ανυπομονησία τη συνεργασία του με τον πάλαι ποτέ «Αγαμο Θύτη» Θοδωρή Αθερίδη, το καλοκαίρι, στην «Ελένη» του Ευριπίδη. Εχοντας λοιπόν τα κατάλληλα εφόδια, είναι σε θέση να κανιβαλίσει τις εμμονές ορισμένων σκηνοθετών όταν βρίσκεται στη σκηνή του Μικρού Παλλάς και να τις σχολιάσει όταν κατεβεί από αυτήν: «Σώνει και καλά πρέπει να υπάρχει πάντα ένα δεύτερο επίπεδο σε κάθε κείμενο όσο απλό κι αν είναι. Υπάρχουν πολλοί «σύγχρονοι» σκηνοθέτες που έχουν την εμμονή να ανακαλύπτουν κρυμμένες έννοιες πίσω από την κάθε λέξη. Η χειρότερη εμπειρία μου στο θέατρο είναι κατά τη διάρκεια δύο ακροάσεων που έκανα με γνωστό σκηνοθέτη, οι δουλειές του οποίου είναι πάντα εξαιρετικές. Ο άνθρωπος αυτός όμως με έκανε να αισθανθώ πολύ ηλίθιος, ήταν σαν να μιλούσαμε άλλη γλώσσα και επί της ουσίας αυτό συνέβαινε».


Χαρακτηρίζει τον εαυτό του εξωστρεφή, ιδιότητα που θεωρεί απαραίτητη και στην ταυτότητα μιας παράστασης: «Πολλές δουλειές χάνουν τον στόχο τους, μπερδεύουν τι θέλουν να πουν. Σαν να ξέρουν οι ηθοποιοί κάτι που δεν ξέρεις εσύ από κάτω και ούτε πρόκειται να καταλάβεις, επειδή σε περνούν για ηλίθιο. Το θέατρο όμως είναι πάνω απ’ όλα ένα λαϊκό θέαμα, πρέπει η σκηνή να συνεννοείται, να τα βρίσκει με τον εξώστη και την πλατεία. Οταν βγαίνοντας από μία παράσταση το πρώτο που θα σχολιάσεις είναι τα σκηνικά και τα κοστούμια – χωρίς να υποβιβάζω αυτές τις τέχνες -, κάτι έχει πάει λάθος».


Τα δρομολόγια του Υπερσιβηρικού θα συνεχιστούν ως τις 20 Απριλίου και κατά πάσα πιθανότητα θα επαναληφθούν και τον επόμενο χειμώνα, με το εύθραυστο στήθος της κόμισσας να τραντάζεται όσο εκείνος καλπάζει στις ράγες. Αυτό το τρένο δεν πρόκειται να εκτροχιαστεί ποτέ. Τουλάχιστον όχι όσο επιβαίνει σε αυτό η Νατάλια Μπρατούσκα Σεϊτανίδη Αλεξέγεβνα.