Προ ολίγων ημερών ο υπουργός Πολιτισμού κ. Ευάγγελος Βενιζέλος δήλωσε δημοσίως ότι λίαν συντόμως θα ανακοινωθούν νέα μέτρα για την ενίσχυση της παραγωγής και της διανομής του ελληνικού κινηματογράφου. Την ίδια ημέρα ο πρόεδρος του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου κ. Διαγόρας Χρονόπουλος εγκαινίασε την καλοδεχούμενη τακτική του Κέντρου – της παρουσίασης τρέιλερς της νέας κινηματογραφικής εσοδείας 29 ελληνικών ταινιών στο κοινό -, δίνοντας έτσι γεύση για το τι πρόκειται να ακολουθήσει τις προσεχείς εβδομάδες και μήνες στη μεγάλη οθόνη.


H εφετινή χρονιά για τον ελληνικό κινηματογράφο έχει χαρακτηριστεί από πολλούς η τελευταία ευκαιρία. Εν αναμονή των μεγάλων προσδοκιών ωστόσο, δεν μπορεί παρά να θυμηθεί κανείς ότι η περασμένη χρονιά ήταν μια από τις χειρότερες, τουλάχιστον εισπρακτικά, στην ιστορία του ελληνικού σινεμά. Υπερπληθώρα, για μία ακόμη φορά, ταινιών (20 συνολικώς, όπως αναφέρουμε σε σχετικό πίνακα, στον οποίο δίνεται σαφής εικόνα για την πορεία του σινεμά την τελευταία τετραετία), συρρίκνωση των εισιτηρίων.


Το ερώτημα που ανακύπτει – για πολλοστή φορά, είναι αλήθεια – δίνει το πλαίσιο της κατάστασης: Υπάρχει ελληνικός κινηματογράφος; Το ερώτημα τίθεται με υπερβολή, επομένως είναι ολίγον άδικο. Ωστόσο δεν είναι εξίσου υπερβολικό το γεγονός ότι ο ελληνικός κινηματογράφος (με εξαίρεση τον Θόδωρο Αγγελόπουλο και λίγους ακόμη καταξιωμένους σκηνοθέτες) δεν έχει ακόμη κατακτήσει μια σταθερή (και ανοδική) πορεία, έστω μικρής εμβέλειας; Δεν είναι υπερβολικό να διαγράφεται ακόμη μια πορεία που μοιάζει με καρδιογράφημα καρδιοπαθούς (πότε στα ύψη, με εισιτήρια που φθάνουν το εκρηκτικό νούμερο του 1.500.000 εισιτηρίων, όπως έγινε με το «Safe sex» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου, και πότε στα βάθη με τα 600 εισιτήρια του «Μυστικού του Νοέμβρη» του Τάκη Παπαγιαννίδη);


«Το Βήμα» έχει καταγράψει την επικρατούσα κατάσταση, καθώς και απόψεις των άμεσα ενδιαφερομένων (σκηνοθετών, αρμοδίων του Ελληνικού Κέντρου Κινηματογράφου, παραγωγών) και κριτικών, τα οποία παρουσιάζει από σήμερα Κυριακή, συνεχίζοντας τις επόμενες ημέρες.


Από την έρευνα προκύπτουν τα εξής συμπεράσματα:


* Κατά μέσο όρο παράγονται και προβάλλονται (έστω για λίγες ημέρες) περί τις 20 ταινίες μυθοπλασίας κάθε χρόνο.


* H καθοδική εισπρακτική πορεία τα τελευταία τέσσερα χρόνια είναι αδιαμφισβήτητο γεγονός.


* Περισσότερες από τις μισές ταινίες κάθε χρονιάς περιορίζονται σε εισιτήρια λιγότερα από 10.000.


* Οι ελληνικές ταινίες προβάλλονται σε φεστιβάλ όλου του κόσμου. Στη συντριπτική τους πλειονότητα ωστόσο είναι μικρά φεστιβάλ. (Ασφαλώς φωτεινή εξαίρεση αποτελεί η περίπτωση του Θόδωρου Αγγελόπουλου, οι ταινίες του οποίου διαγωνίζονται και βραβεύονται στα μεγάλα φεστιβάλ.) Είναι όμως αληθές ότι υπάρχουν και άλλες ελληνικές ταινίες που δίνουν το παρών σε σημαντικούς διεθνείς διαγωνισμούς. Για παράδειγμα το 2001 το «My sweet home» του Φίλιππου Τσίτου συμμετείχε στο επίσημο διαγωνιστικό τμήμα του Φεστιβάλ Βερολίνου, την επόμενη χρονιά σε παράλληλο πρόγραμμα του ίδιου φεστιβάλ προβλήθηκε ο «Δεκαπενταύγουστος» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη, ενώ τον ίδιο χρόνο ο μικρός πρωταγωνιστής της ταινίας της Πέννυς Παναγιωτοπούλου «Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: ο μπαμπάς μου», Γιώργος Καραγιάννης, απέσπασε το πρώτο βραβείο ερμηνείας στο Φεστιβάλ του Λοκάρνο.


* Ο ελληνικός κινηματογράφος κατατρύχεται από την κακή του φήμη, την οποία δικαίως, αλλά και αδίκως, έχει αποκτήσει. Κατά συνέπεια καλές, κατά γενική ομολογία, ταινίες δεν βρίσκουν επαφή με το κοινό.


* Τα χρήματα που διατίθενται για τη διαφήμιση των ταινιών είναι λίγα και εξαρτώνται από τα αναμενόμενα εισιτήρια. H ανεξάρτητη παραγωγή δεν προβλέπει ειδικό κονδύλι προώθησης της ταινίας. Χρήματα διαθέτουν, εκτός από το Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, οι διανομείς. Αν, για παράδειγμα, μια ταινία αποφασιστεί να προβληθεί ταυτοχρόνως σε 10 αίθουσες, διατίθενται περί τα 30.000 ευρώ για τις 10 κόπιες και άλλα τόσα για την περαιτέρω διαφήμιση (δημιουργία τρέιλερ, αγορά διαφημιστικού χρόνου κ.τλ.).


* Κατά γενική ομολογία ένα από τα μεγαλύτερα προβλήματα του ελληνικού κινηματογράφου είναι το σενάριο. Χαρακτηριστικό όμως είναι ότι κάθε χρόνο κατατίθενται προς έγκριση στο Ελληνικό Κέντρο Κινηματογράφου, το οποίο είναι ο βασικός μοχλός δημιουργίας ταινιών, περί τα 60 σενάρια, εκ των οποίων προωθείται περί το ένα τρίτο.


* Το μέγιστο πρόβλημα, η έλλειψη Ακαδημίας Κινηματογράφου, παραμένει.


Οι κριτικοί «παίρνουν θέση» απέναντι στο πρόβλημα


Δημήτρης Δανίκας («Τα Νέα») «Ολα λάθος»


«Ολα λάθος. Στην εποχή της διαστημικής τεχνολογίας, χωρίς ανώτατη κινηματογραφική σχολή. Στην εποχή της παγκοσμιοποίησης, χωρίς ίχνος διεθνιστικής «εξωστρέφειας». Και στην εποχή των ανακαλύψεων (ακόμη και από την Ταϊλάνδη), χωρίς ίχνος ελληνικής ταινίας. Το αποτέλεσμα είναι αποτυπωμένο στα γεγονότα. Στον διεθνή φεστιβαλικό στίβο ο ελληνικός κινηματογράφος επί τρεις δεκαετίες είναι συνώνυμο του Θόδωρου Αγγελόπουλου. Και με την εξαίρεση κάποιων ελάχιστων φωτεινών εξαιρέσεων, εξακολουθεί να τραμπαλίζεται μεταξύ τηλεφάρσας και πρωτολείων φεστιβαλικής ασυναρτησίας. Ολοι γνωρίζουν το πρόβλημα, όλοι αντιμετωπίζουν απαξιωτικά τα έργα και την πολιτική που τα ενέπνευσε και όλοι γνωρίζουν τη λύση. Δηλαδή, τα εξής δύο:


α) Δημιουργία Ανώτατης Κινηματογραφικής Σχολής με αυστηρά κριτήρια (για να μάθουν οι νέοι ανάγνωση και γραφή και για να προκύψουν στο μέλλον αληθινοί σκηνοθέτες).


β) Εκ βάθρων αλλαγή του Κέντρου Κινηματογράφου, δηλαδή καρατόμηση των δημοσιοϋπαλληλικών κριτηρίων (για να προκύψουν κάποιες ανταγωνιστικές ταινίες).


Ολα τα άλλα είναι πάρτι (δηλαδή φεστιβάλ κινηματογράφου), πυροτεχνήματα (σεξοκωμωδίες) και συντεχνίες. Οι 20-30 ταινίες που ετησίως παράγονται παραπέμπουν στην αθάνατη ρήση του Γεωργίου Παπανδρέου: «Οταν οι αριθμοί ευτυχούν, οι ταινίες δυστυχούν!»».


Χρήστος Μήτσης («Σινεμά») «Δεν κάνουμε σωστές εκτιμήσεις»


«Στις αρχές της δεκαετίας του ’90 ορισμένες ταινίες επανέφεραν τον ελληνικό κινηματογράφο στο «προσκήνιο». Τώρα βρισκόμαστε στα απόνερα αυτής της κατάστασης, τα οποία όμως δεν ξέρουμε πού θα οδηγήσουν. Το ερώτημα ωστόσο επανέρχεται τα τελευταία τριάντα χρόνια. Στην Ευρώπη, εκτός από την Αγγλία και τη Γαλλία, χώρες με μεγάλη και μακρά κινηματογραφική κουλτούρα, η κατάσταση με το εγχώριο σινεμά είναι παρόμοια με τη δική μας. H ελληνική κινηματογραφία υφίσταται κάτω από τόσο άναρχο «καθεστώς», με αποτέλεσμα στο άμεσο μέλλον να μη διακρίνεται ριζική αλλαγή. H εφετινή χρονιά ωστόσο είναι αρκετά ενδεικτική. Εκτός από τις ταινίες του Θόδωρου Αγγελόπουλου και του Παντελή Βούλγαρη, θεωρώ ότι, για παράδειγμα, ένα πολύ καλό στοίχημα είναι η «ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη.


Ωστόσο είναι αφοριστικό να ρίχνουμε το ελληνικό σινεμά στον Καιάδα. H έντονη κριτική είναι εποικοδομητική. Αλλά συμβαίνει και το εξής: Δεν εκτιμάμε σωστά το ελληνικό σινεμά. Αλλοτε το αγαπάμε, άλλοτε το μισούμε. Αλλοτε το συγκρίνουμε με την υπόλοιπη κινηματογραφία και άλλοτε όχι. Εν ολίγοις δεν υπάρχει σταθερή γραμμή».


Γιάννης Ζουμπουλάκης («Το Βήμα») «Το πρόβλημα της υπερπαραγωγής»


«Δεν μπορούμε να μιλάμε για άνθηση, ούτε όμως και για πένθος του ελληνικού κινηματογράφου. Μπορούμε να μιλάμε για σεζόν όπου οι καλές ταινίες υπερτερούσαν των κακών και το αντίθετο· όπως συνέβη πέρυσι. Το πρόβλημα όμως δεν βρίσκεται εκεί αλλά στην ποσότητα παραγωγής. Εκ των πραγμάτων μια μικρή σε κινηματογραφία χώρα όπως η Ελλάδα δεν μπορεί να έχει ούτε μεγάλο αλλά ούτε πολύ κινηματογράφο. Αλλωστε, όπως ο εξίσου μικρός φινλανδικός κινηματογράφος έχει μόνο έναν πρεσβευτή στο εξωτερικό, τον Ακι Καουρισμάκι, έτσι και ο μοναδικός πρεσβευτής του ελληνικού κινηματογράφου στο εξωτερικό είναι ο Θόδωρος Αγγελόπουλος. H Ελλάδα μπορεί να έχει έναν μικρό αλλά αξιοπρεπή, ολοκληρωμένο κινηματογράφο. Μια μικρή ιδέα που έχει ολοκληρωθεί – όπως φάνηκε στην «ΠΟΛΙΤΙΚΗ κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη – είναι προτιμότερη από μια υπερφιλόδοξη ιδέα που εκκρεμεί. Γι’ αυτό λοιπόν μια ανθηρή σεζόν του ελληνικού κινηματογράφου θα ήταν εκείνη με πέντε ταινίες επιπέδου «Bαλκανιζατέr» και όχι με 25 επιπέδου «Κανείς δεν χάνει σε όλα»».


H εγχώρια Εβδόμη Τέχνη τον νέο αιώνα (σε αριθμούς)


2003-2004


Το σύνολο των ελληνικών ταινιών που αναμένεται να προβληθούν στη μεγάλη οθόνη είναι 29!


Θα δούμε (μεταξύ άλλων):


«Το λιβάδι που δακρύζει» του Θόδωρου Αγγελόπουλου, «Νύφες» του Παντελή Βούλγαρη, «Delivery» του Νίκου Παναγιωτόπουλου, «Ρο είκοσι» των Λάκη Λαζόπουλου και Παναγιώτη Κράβα, «Πολίτικη κουζίνα» του Τάσου Μπουλμέτη, «Μάτια από νύχτα» του Περικλή Χούρσογλου, «Οι γενναίοι της Σαμοθράκης» του Σταμάτη Τσαρουχά, «Hardcore» του Ντένη Ηλιάδη και «Ενα τραγούδι δε φτάνει» της Ελισάβετ Χρονοπούλου.


Εκ προοιμίου σχόλιο: Οι μεγάλες προσδοκίες.


2002-2003


Προβλήθηκαν: 20 ταινίες


Εκοψαν: περί τα 210.000 εισιτήρια


Πρώτη εισπρακτικώς ταινία: «H Λίζα και όλοι οι άλλοι» του Νίκου Περάκη (70.000 εισιτήρια)


Αξιοπρεπής πορεία στις αίθουσες: 4 ταινίες


«Δύσκολοι αποχαιρετισμοί: Ο μπαμπάς μου» της Πέννυς Παναγιωτοπούλου (35.000 εισιτήρια),«Κουράστηκα να σκοτώνω τους αγαπητικούς σου» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (27.000), «Ο χαμένος τα παίρνει όλα» του Νίκου Νικολαΐδη και «Θα το μετανιώσεις» της Κατερίνας Ευαγγελάκου (18.500).


Αποτυχία σημείωσαν: 15 από τις 20


Συμπέρασμα: Από τις χειρότερες χρονιές στην ιστορία του ελληνικού κινηματογράφου


Σχόλιο: Γιατί με τα ξερά καίγονται και τα χλωρά; (Π.χ., η ταινία του Γιάννη Οικονομίδη «Το σπιρτόκουτο», αλλά και η ακόμη καλύτερη πορεία των ταινιών της Παναγιωτοπούλου και της Ευαγγελάκου)


2001-2002


Προβλήθηκαν: 19 ταινίες


Εκοψαν: περί τα 830.000 εισιτήρια


Πρώτη εισπρακτικώς ταινία: «Το κλάμα βγήκε από τον Παράδεισο» των Μιχάλη Ρέππα και Θανάση Παπαθανασίου (450.000 εισιτήρια)


Ικανοποιητική πορεία: «Δεκαπενταύγουστος» του Κωνσταντίνου Γιάνναρη (95.000 εισιτήρια)


Αξιοπρεπής πορεία στις αίθουσες: 5 ταινίες


«Εφάπαξ» του Νίκου Ζαπατίνα (50.000 εισιτήρια), «Μπραζιλέρο» του Σωτήρη Γκορίτσα (45.000), «Beautiful people» του Νίκου Παναγιωτόπουλου (40.000), «H φούσκα» του Νίκου Περάκη (38.000), «Το μόνον της ζωής του ταξείδιον» του Λάκη Παπαστάθη (24.500).


Αποτυχία σημείωσαν: 12 από τις 19 ταινίες


Συμπέρασμα: Τα ονόματα των σκηνοθετών συνέβαλαν τα μέγιστα στην προσέλευση του κοινού.


Σχόλιο: Μία ταινία έκοψε περισσότερα από όσα εισιτήρια έκοψαν οι 18.


2000-2001


Προβλήθηκαν: 22 ταινίες


Εκοψαν: περί το 1.455.000 εισιτήρια


Πρώτη εισπρακτικώς ταινία: «Ο καλύτερός μου φίλος» των Λάκη Λαζόπουλου και Γιώργου Λάνθιμου (360.000 εισιτήρια).


Δεύτερη εισπρακτικώς ταινία: «Στάκαμαν» του Αντώνη Καφετζόπουλου (305.000 εισιτήρια).


Ανω των 100.000 εισιτηρίων: 3 ταινίες.


«Ριζότο» της Ολγας Μαλέα (213.000), «Ενας κι ένας» του Νίκου Ζαπατίνα (180.000), «H αγάπη είναι ελέφαντας» του Στράτου Τζίτζη (101.000).


Καλή πορεία στις αίθουσες: 5 ταινίες


Αποτυχία σημείωσαν: 10 από τις 22 ταινίες


Συμπέρασμα: H τιμή του ελληνικού κινηματογράφου είχε περισωθεί στην αρχή του αιώνα.


Σχόλιο: Οταν το γενικότερο επίπεδο έχει ενδιαφέρον, ταινίες «δύσκολες» όπως το ντοκυμαντέρ του Φίλιππου Κουτσαφτή «Αγέλαστος πέτρα» (45.000 εισιτήρια) βρίσκουν το κοινό τους.


Σημείωση: Οι κινηματογραφικές περίοδοι υπολογίζονται από τον Οκτώβριο κάθε χρονιάς. Ο αριθμός των εισιτηριών έχει δοθεί από τις εταιρείες διανομής.