«Εγραφα, λοιπόν, την προηγούμενη Κυριακή για τις δυσκολίες που αντιμετωπίζει η γλώσσα μας να σχηματίσει το θηλυκό ορισμένων ουσιαστικών (κυρίως σε –της) που δηλώνουν επάγγελμα ή και γενικότερα ιδιότητα.


Από αυτή την άποψη, τα πράγματα δείχνουν να εξελίσσονται οπωσδήποτε πιο ομαλά σ’ ένα πεδίο όπως είναι η τέχνη, μια και οι γυναίκες είχαν αρκετά νωρίς -αν όχι «από πάντα»- πρόσβαση σε αυτόν ειδικά τον χώρο. Εχουμε, λοιπόν, σχεδόν αυτονόητα, τη χορεύτρια και την τραγουδίστρια, όπως έχουμε και την πιανίστρια και τη βιολίστρια, ή ακόμη και την ποιήτρια και τη χαράκτρια, μια και όλες αυτές οι ιδιότητες προσιδίαζαν ανέκαθεν στη γυναικεία φύση(;), και επομένως τα αντίστοιχα επαγγέλματα ασκούνταν και από γυναίκες.


Και εδώ, ωστόσο, τα πράγματα παρουσιάζουν το ιδιαίτερο γλωσσικό τους ενδιαφέρον. Ετσι, στο πεδίο της συμφωνικής ορχήστρας ειδικότερα, αξίζει ίσως να επισημάνει κανείς ότι τα πράγματα διαφοροποιούνται κάπως, ανάλογα με το είδος… του οργάνου. Ετσι, έχουμε η πιανίστρια, η βιολίστρια, η φλαουτίστρια, η βιολον(τσελ)ίστρια, η αρπίστρια, άντε και η κλαρινετίστρια. Αυτομάτως όμως, προκειμένου για όργανα που είναι (ή έστω, ήταν) μάλλον σπάνιο να παίζονται από γυναίκες, η γλώσσα βρίσκεται και πάλι σε σχετική αμηχανία. Δύσκολα, λοιπόν, θα πούμε η κορνίστρια, η τρομπονίστρια, η σαλπίγκτρια/σαλπιγγίστρια(;), η τουμπίστρια (αυτό πάλι θυμίζει τσίρκο!) ή ακόμη και η κοντραμπασίστρια (παρόλο ότι συχνότατα πια βλέπουμε γυναίκες να παίζουν κοντραμπάσο). Γενικώς, αυτά τα όργανα ήταν παραδοσιακά αποκλειστική αρμοδιότητα των ανδρών (λόγω σωματικής ρώμης, δυνατότερων πνευμονιών, κ.ο.κ.), με αποτέλεσμα το γεγονός αυτό να αντανακλάται και στη γλώσσα.


Ομως, στον κόσμο του θεάματος και του ακροάματος παρατηρείται και ένα από εκείνα τα παράδοξα για τα οποία αδυνατεί κανείς να δώσει ευλογοφανή εξήγηση. Γιατί, άραγε, λέμε δίχως κανένα πρόβλημα -αυτονόητα, θα έλεγα- ο ακροατής/η ακροάτρια, ενώ αντίστοιχα δεν υπάρχει θηλυκό του θεατή; Ούτε κοινωνικά μπορεί να ερμηνευτεί το φαινόμενο, ούτε βέβαια… με όρους σωματικής ρώμης. Μήπως γιατί κάποτε οι γυναίκες σπανίως παρακολουθούσαν παραστάσεις ώστε να μετατρέπονται σε «θεάτριες», ενώ από τότε που υπήρχαν ραδιόφωνα τα άκουγαν κατεξοχήν, και επομένως εύκολα εξελίχθηκαν σε ακροάτριες. Τραβηγμένο απ’ τα μαλλιά μού φαίνεται, αλλά δεν ξέρεις ποτέ.


Λιγότερο παράδοξα είναι, εξάλλου, όσα παρατηρούνται στον χώρο του αθλητισμού, όπου δείχνει να επιβεβαιώνεται η βασική διαπίστωση. Εχουμε, έτσι, την κολυμβήτρια, την ακοντίστρια ή ακόμη και την μπασκετμπολίστρια, στον βαθμό που σχετικά νωρίς οι γυναίκες ασχολήθηκαν με αυτά τα αθλήματα. Αντίθετα, βλέπουμε πόσο δυσκολεύεται η γλώσσα να «φτιάξει» τους όρους «ποδοσφαιρίστρια» ή «διαιτήτρια», γι’ αυτό και αρκείται στη γνωστή (μη) λύση της αναπαραγωγής του αρσενικού (η ποδοσφαιριστής, η διαιτητής), παρόλο ότι ήδη οι γυναίκες παίζουν ποδόσφαιρο με αξιόλογες επιδόσεις ή διαιτητεύουν αγώνες μπάσκετ, βόλεϊ, πόλο (ακόμη και ποδοσφαίρου).


Και αυτά μεν ως προς την ερμηνεία ορισμένων -λιγότερο ή περισσότερο- παράδοξων που συνδέονται με το ακανθώδες αυτό ζήτημα. Για να καταλήξω, όμως, και σε κάποιου είδους (βελτιωτική, έστω) πρόταση, όπως είχα δεσμευτεί, θα έλεγα ότι σε ορισμένες τουλάχιστον περιπτώσεις θα μπορούσαμε σιγά σιγά να αρχίσουμε να αποφεύγουμε βάρβαρες και άχαρες διατυπώσεις όπως η (ευρω)βουλευτής/της (ευρω)βουλευτή/ού και να χρησιμοποιούμε τον σαφώς πιο δόκιμο και ορθό τύπο η βουλεύτρια/της βουλεύτριας, η δικάστρια/της δικάστριας, η ειδική αγορήτρια κ.ο.κ. Ακόμη και ο τύπος η βουλευτίνα/της βουλευτίνας ή η δικαστίνα/της δικαστίνας, έστω και αν δεν είναι «του γούστου μου», πιστεύω ότι είναι προτιμότερος από την αφασική αμηχανία τού η βουλευτής/της βουλευτού ή η δικαστής/της δικαστού.»


Ο κ. Ανδρέας Παππάς είναι επιμελητής εκδόσεων και μεταφραστής. Διδάσκει στο Ευρωπαϊκό Κέντρο Μετάφρασης (ΕΚΕΜΕΛ). Οι αναγνώστες μπορούν να στέλνουν τις παρατηρήσεις τους, τις επισημάνσεις τους ή τις διαφωνίες τους στην ηλεκτρονική θυρίδα achpappas@hotmail.com