Οι μισοί και περισσότεροι Έλληνες, συγκεκριμένα ποσοστό 55%, πιστεύουν ότι κάθε μέρα έρχονται αντιμέτωποι με μια είδηση ή πληροφορία που είτε τους παραπλανά σχετικά με την πραγματικότητα είτε είναι τελείως ψευδής, όπως δείχνουν τα στοιχεία του τελευταίου Ευρωβαρόμετρου που διεξήχθη τον Φεβρουάριο του 2018.

Μάλιστα, το ποσοστό αυτό είναι το υψηλότερο μεταξύ όλων των χωρών της Ευρωπαϊκής Ένωσης και δείχνει το έλλειμμα εμπιστοσύνης των ελλήνων πολιτών για τις ειδήσεις που διαβάζουν ή ακούν σε τηλεόραση και ραδιόφωνο. Το μέσο ποσοστό στην ΕΕ είναι 37%, ενώ η χώρα με τους λιγότερους καχύποπτους σε καθημερινή βάση είναι η Φινλανδία (18%).

Ειδικότερα, το 19% των Ελλήνων πιστεύει ότι «αντιμετωπίζει» κάποια ψευδή είδηση τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα, ενώ το 18% αρκετές φορές μέσα στο μήνα. Σπάνια ή ποτέ δηλώνουν ότι έρχονται σε επαφή με ψευδείς ειδήσεις μόνο το 6% των Ελλήνων, ποσοστό που είναι το μικρότερο στην ΕΕ (το μεγαλύτερο είναι στη Φινλανδία με 29%). Συνολικά τρεις στους τέσσερις Έλληνες (74%) λένε ότι συναντούν μια ψευδή είδηση τουλάχιστον μια φορά την εβδομάδα.

Στο ερώτημα «πόσο ικανοί πιστεύετε ότι είστε να εντοπίσετε μια ψευδή είδηση», δύο στους τρεις Έλληνες (64%) δηλώνουν ότι έχουν μεγάλη ή αρκετή εμπιστοσύνη πως μπορούν να το κάνουν, ενώ ένας στους τρεις (35%) έχει μικρή έως καθόλου εμπιστοσύνη ότι μπορεί να διακρίνει την παραπληροφόρηση. Τα αντίστοιχα μέσα ποσοστά στην ΕΕ είναι 71% (εμπιστοσύνη) και 26% (έλλειψη εμπιστοσύνης).

Το 90% των Ελλήνων θεωρεί πρόβλημα τις ψευδείς ειδήσεις και την παραπληροφόρηση (έναντι μέσου όρου 85% στην ΕΕ), ενώ το 8% όχι (στην ΕΕ το 12%). Το 87% θεωρεί ότι το συγκεκριμένο φαινόμενο αποτελεί πρόβλημα γενικά για τη δημοκρατία, ενώ το 10% όχι.

Όσον αφορά τις επιμέρους πηγές ενημέρωσης, οι μισοί Έλληνες (49%) δηλώνουν πλήρη ή αρκετή εμπιστοσύνη στον έντυπο Τύπο (εφημερίδες και περιοδικά), ενώ το 39% εκφράζουν απόλυτη ή αρκετή έλλειψη εμπιστοσύνης (το δεύτερο μεγαλύτερο ποσοστό στην ΕΕ μετά το 41% της Βουλγαρίας). Τα αντίστοιχα μέσα ποσοστά στην ΕΕ είναι 63% και 27%.

Για τις online εφημερίδες και περιοδικά, οι Έλληνες εκφράζουν 44% εμπιστοσύνη και 40% έλλειψη εμπιστοσύνης (έναντι 47% και 33% στην ΕΕ).

Για τις ειδήσεις που μαθαίνουν και τις άλλες πληροφορίες που παίρνουν μέσα από τα κοινωνικά δίκτυα (π.χ. Facebook, Twitter), οι μισοί Έλληνες (49%) δηλώνουν έλλειψη εμπιστοσύνης, ενώ ένας στους τρεις (32%) τις εμπιστεύεται. Το μέσο ποσοστό εμπιστοσύνης στην ΕΕ είναι ακόμη μικρότερο (26%), ενώ η έλλειψη εμπιστοσύνης στην ΕΕ ακόμη μεγαλύτερη (54%).

Για τις ειδήσεις της τηλεόρασης, το 57% των Ελλήνων εκφράζουν έλλειψη εμπιστοσύνης, ενώ το 40% τις εμπιστεύονται. Το ποσοστό εμπιστοσύνης είναι το μικρότερο στην ΕΕ (μέσος όρος 66%), ενώ η έλλειψη εμπιστοσύνης είναι αντίστροφα η μεγαλύτερη στην ΕΕ (μέσο ποσοστό 29%).

Αντίθετα, οι Έλληνες δίνουν ψήφο εμπιστοσύνης στις ειδήσεις του ραδιοφώνου με ποσοστό 57% (ΕΕ 70%), ενώ το 31% δεν τις εμπιστεύεται (ΕΕ 20%).

Στο ερώτημα ποιοί πρέπει να σταματήσουν την εξάπλωση των ψευδών ειδήσεων, οι περισσότεροι Έλληνες (40%) απαντούν «οι δημοσιογράφοι» και ακολουθούν «οι ίδιοι οι πολίτες» (36%), «οι εθνικές αρχές» (34%), «η διεύθυνση των μέσων ενημέρωσης» (30%), «οι θεσμοί της ΕΕ» (25%) και «τα online κοινωνικά δίκτυα» (13% – έναντι 26% στην ΕΕ). Το 54% των Ελλήνων αναφέρουν ότι χρησιμοποιούν καθημερινά ή σχεδόν καθημερινά τα κοινωνικά δίκτυα, ενώ το 30% σπάνια ή καθόλου.

Το 83% των ευρωπαίων θεωρεί ότι υπάρχουν fake news

Το 83% των Ευρωπαίων θεωρούν ότι υπάρχουν πολλές ψευδείς ειδήσεις (fake news) σε ολόκληρη την Ευρωπαϊκή Ένωση και ότι το φαινόμενο αυτό θέτει σε κίνδυνο τη δημοκρατία, σύμφωνα με την τελευταία έρευνα του Ευρωβαρόμετρου, όπου συμμετείχαν περίπου 26.000 πολίτες.

Οι Ευρωπαίοι αξιολογούν τα παραδοσιακά μέσα ενημέρωσης ως την πλέον αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης, με κορυφαίο το ραδιόφωνο (70%), ενώ ακολουθούν η τηλεόραση (66%) και ο Τύπος (63%). Οι διαδικτυακές πηγές ειδήσεων και οι ιστοσελίδες δημοσίευσης βίντεο θεωρούνται η λιγότερο αξιόπιστη πηγή ενημέρωσης, με ποσοστά εμπιστοσύνης μόνο 26% και 27% αντίστοιχα.

Τα αποτελέσματα αυτά επιβεβαιώνονται από σχετική δημόσια διαβούλευση, σύμφωνα με την οποία τη λιγότερη εμπιστοσύνη εμπνέουν τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, οι διαδικτυακοί φορείς συγκέντρωσης ειδήσεων, τα ιστολόγια και οι δικτυακοί τόποι. Στο άλλο άκρο βρίσκονται οι παραδοσιακές εφημερίδες και τα περιοδικά, ειδικευμένοι δικτυακοί τόποι και διαδικτυακές εκδόσεις, ειδησεογραφικά πρακτορεία και δημόσιοι οργανισμοί (με ποσοστό άνω του 70%).

Σύμφωνα με τη δημόσια διαβούλευση, η παραπληροφόρηση είναι εύκολο να εξαπλωθεί στα μέσα κοινωνικής δικτύωσης, επειδή οι ψευδείς ειδήσεις απευθύνονται στο συναίσθημα των αναγνωστών (88%), διαδίδονται με σκοπό να κατευθύνουν τον δημόσιο διάλογο (84%) και σχεδιάζονται με στόχο την αποκόμιση κέρδους (65%). Οι μισοί συμμετέχοντες στη διαβούλευση πιστεύουν ότι η εξακρίβωση των πραγματικών περιστατικών μετά τη δημοσίευση της παραπληροφόρησης δεν λύνει το πρόβλημα, καθώς δεν γίνεται αντιληπτή από τα άτομα που είδαν τις αρχικές πληροφορίες.

Εξάλλου, σε έκθεση που παρέδωσε στην Επίτροπο Ψηφιακής Οικονομίας και Κοινωνίας Μαρίγια Γκαμπριέλ η ομάδα εμπειρογνωμόνων υψηλού επιπέδου για τις ψευδείς ειδήσεις και την παραπληροφόρηση στο διαδίκτυο, διατυπώνει μια σειρά από συστάσεις.

Οι ανεξάρτητοι εμπειρογνώμονες συνιστούν να καταρτιστεί κώδικας αρχών, τον οποίο θα πρέπει να δεσμευτούν να τηρούν οι διαδικτυακές πλατφόρμες και τα μέσα κοινωνικής δικτύωσης. Η έκθεση συμπληρώνει τα πρώτα συμπεράσματα από τη δημόσια διαβούλευση και την έρευνα του Ευρωβαρόμετρου.

Στην έκθεση της ομάδας εμπειρογνωμόνων η παραπληροφόρηση ορίζεται ως ψευδείς, ανακριβείς ή παραπλανητικές πληροφορίες που κατασκευάζονται, παρουσιάζονται και προωθούνται με σκοπό το κέρδος ή για να ζημιώσουν το κοινό συμφέρον. Οι πληροφορίες αυτές, όπως επισημαίνεται, μπορούν να υπονομεύσουν τις δημοκρατικές διαδικασίες και αξίες και να θέσουν στο στόχαστρο διάφορους τομείς, όπως η υγεία, η επιστήμη, η εκπαίδευση και ο χρηματοπιστωτικός τομέας.

Οι εμπειρογνώμονες τονίζουν ότι οι διαδικτυακές πλατφόρμες θα πρέπει να μεριμνούν για τη διαφάνεια των εργασιών τους, εξηγώντας πώς επιλέγονται από τους αλγόριθμούς τους οι ειδήσεις που προβάλλονται. Επίσης, οι πλατφόρμες αυτές ενθαρρύνονται να λάβουν αποτελεσματικά μέτρα σε συνεργασία με ευρωπαϊκά ειδησεογραφικά πρακτορεία, ώστε να βελτιωθεί η προβολή των αξιόπιστων ειδήσεων και να διευκολυνθεί η πρόσβαση των χρηστών σε αυτές. Τονίζεται ότι η λήψη μέτρων είναι ιδιαίτερα σημαντική κατά τη διάρκεια προεκλογικών περιόδων.