Το Ιράν ανακοίνωσε το Σάββατο ότι θα απαντήσει με αντίποινα στις κυρώσεις που επιβλήθηκαν στον επικεφαλής του δικαστικού σώματος της χώρας από τις ΗΠΑ, καθώς ο πρόεδρος Ντόναλντ Τραμπ εντείνει τις προσπάθειες για να «διορθώσει» τη συμφωνία του 2015 για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα μεταξύ της Τεχεράνης και των μεγάλων δυνάμεων.

Ο Τραμπ δήλωσε την Παρασκευή, ότι για τελευταία φορά δεν θα επιμείνει στις κυρώσεις σε βάρος του Ιράν για το πυρηνικό του πρόγραμμα, προκειμένου να δώσει στην Ουάσινγκτον και στους ευρωπαίους εταίρους της μια ευκαιρία να διορθώσουν τα «μεγάλα ψεγάδια» της συμφωνίας του 2015.

Η Ουάσινγκτον επίσης ανακοίνωσε την επιβολή κυρώσεων σε βάρος 14 οντοτήτων και προσώπων, ανάμεσά τους ο επικεφαλής του δικαστικού σώματος του Ιράν, Αγιατολάχ Σαντέκ Λαριτζανί.

«Η εχθρική ενέργεια του καθεστώτος Τραμπ (κατά του Λαριτζανί) … πέρασε όλες τις κόκκινες γραμμές συμπεριφοράς στη διεθνή κοινότητα και συνιστά παραβίαση του διεθνούς δικαίου και σίγουρα θα απαντηθεί με τη σοβαρή αντίδραση της Ισλαμικής Δημοκρατίας», αναφέρει η ανακοίνωση του ιρανικού υπουργείου Εξωτερικών που μεταδόθηκε από τα κρατικά μέσα ενημέρωσης.

Χθες, ο επικεφαλής της ιρανικής διπλωματίας Μοχαμάντ Τζαβάντ Ζαρίφ κατήγγειλε τις «απεγνωσμένες προσπάθειες υπονόμευσης μιας πολυμερούς σταθερής συμφωνίας» που επιτεύχθηκε το 2015 μεταξύ της Ισλαμικής Δημοκρατίας και της ομάδας 5+1 που αποτελείτο από τις έξι μεγάλες δυνάμεις (ΗΠΑ, Κίνα, Ρωσία, Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία) και η οποία, όπως τόνισε «δεν μπορεί να τεθεί εκ νέου υπό διαπραγμάτευση».

Οι Ηνωμένες Πολιτείες παραμένουν προς το παρόν στην ιστορική συμφωνία του 2015 αλλά ο Ντόναλντ Τραμπ έστειλε χθες τελεσίγραφο προς τους Ευρωπαίους, ώστε να τον βοηθήσουν να σκληρύνει τους όρους της συμφωνίας μέσα στους επόμενους μήνες, αν θέλουν να αποφύγουν μια αποχώρηση της Ουάσινγκτον από αυτήν.

Ο πρόεδρος των ΗΠΑ επιβεβαίωσε την αναστολή των οικονομικών κυρώσεων σε βάρος του Ιράν, οι οποίες είχαν αρθεί στο πλαίσιο της συμφωνίας αυτής που επιτεύχθηκε μεταξύ της Τεχεράνης και των άλλων μεγάλων δυνάμεων (Κίνα, Ρωσία, Γαλλία, Βρετανία και Γερμανία). Ωστόσο ο Λευκός Οίκος προειδοποίησε ότι πρόκειται για «την τελευταία αναστολή».

«Αυτή είναι η τελευταία ευκαιρία», δήλωσε ο Τραμπ αξιώνοντας μια «συμφωνία» με τους Ευρωπαίους για να «διορθωθούν τα τρομερά κενά» της αρχικής συμφωνίας, την οποία όλα τα άλλα συμβαλλόμενα μέρη υπερασπίζονται επίμονα καθώς στόχος της είναι να εμποδίσει το Ιράν να αποκτήσει ατομικό όπλο.

«Ελλείψει τέτοιας συμφωνίας» με τους Ευρωπαίους, οι ΗΠΑ θα επιβάλουν ξανά κυρώσεις σε σχέση με το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, προειδοποίησε ο Τραμπ, κάτι που αν ισχύσει, θα σημάνει αμέσως την κατάρρευση της συμφωνίας που συνήφθη πριν από δυόμισι χρόνια στη Βιένη. «Και αν οποιαδήποτε στιγμή κρίνω ότι μια τέτοια συμφωνία δεν μπορεί να επιτευχθεί, θα αποχωρήσω αμέσως από τη συμφωνία του 2015», προειδοποίησε.

Συγκεκριμένα, το αμερικανικό τελεσίγραφο δίνει προθεσμία 120 ημερών, έως την επόμενη εκπνοή της αναστολής των κυρώσεων, για να υπάρξει μια συνεννόηση με τους Ευρωπαίους ώστε να σκληρύνουν οι όροι της συμφωνίας του 2015, εξήγησε υψηλόβαθμο στέλεχος της αμερικανικής κυβέρνησης.

Και αυτό, χωρίς να περιληφθούν στη διαδικασία οι Ιρανοί, ακόμη κι αν είναι συμβαλλόμενο μέρος της συμφωνίας της Βιένης.

Στο μεταξύ, ο Τραμπ κάλεσε εκ νέου το αμερικανικό Κογκρέσο να υιοθετήσει νόμο που σκληραίνει μονομερώς τις απαιτήσεις έναντι του Ιράν και επιτρέπει στην Ουάσινγκτον να επαναφέρει αυτόματα τις κυρώσεις για το ιρανικό πυρηνικό πρόγραμμα, αν η Τεχεράνη δεν πληροί τους όρους αυτούς.

Τόσες πολλές απαιτήσεις θεωρούνται «μη ρεαλιστικές» από την ομάδα άσκησης πίεσης Diplomacy Works, την οποία ίδρυσε ο πρώην υπουργός Εξωτερικών των ΗΠΑ Τζον Κέρι για να προασπίσει τη συμφωνία της Βιένης.

Ο Ντόναλντ Τραμπ θεωρεί ότι η συμφωνία που επιτεύχθηκε από την κυβέρνηση του προκατόχου του Δημοκρατικού Μπαράκ Ομπάμα δεν είναι αρκετά αυστηρή και έκανε τη διεθνή κοινότητα να κλείσει τα μάτια στην «αποσταθεροποιητική» δράση του Ιράν στη Μέση Ανατολή και στην ανάπτυξη βαλλιστικών πυραύλων από την Τεχεράνη. «Το ιρανικό καθεστώς είναι το πρώτο κράτος που υποστηρίζει την τρομοκρατία στον κόσμο», επανέλαβε χθες ο πρόεδρος των ΗΠΑ.