«Με αυτές τις αλλαγές προσπαθούμε να ενισχύσουμε το δημόσιο σχολείο. Το κύριο και πυρηνικό είναι ότι δεν μπορεί η εισαγωγή ενός παιδιού στην Ανώτατη Εκπαίδευση να προϋποθέτει ένα σύστημα παραπαιδείας που λειτουργεί για πολλά χρόνια και μία και μοναδική εξέταση, από την οποία να εξαρτάται η επιλογή της εισαγωγής», δήλωσε η υφυπουργός Παιδείας, βουλευτής Ιωαννίνων του ΣΥΡΙΖΑ, Μερόπη Τζούφη στον ραδιοφωνικό σταθμό του Αθηναϊκού – Μακεδονικού Πρακτορείου Ειδήσεων «Πρακτορείο 104,9 FM» για τις ανακοινώσεις από τον υπουργό Κώστα Γαβρόγλου του νέου τρόπου εισαγωγής στην τριτοβάθμια εκπαίδευση.
«Ξέρουμε όλοι ότι η Γ’ Λυκείου ήταν μία τάξη, στην οποία τα παιδιά δεν πήγαιναν στο σχολείο, διότι ασχολούνταν με την προετοιμασία τους για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση, μέσω των μηχανισμών της ενισχυτικής διδασκαλίας ή της παραπαιδείας. Εκείνο που προσπαθεί να κάνει το καινούριο σχέδιο, το οποίο προτείνει ο υπουργός, είναι να αναβαθμιστεί το Λύκειο και να επανέλθει η αξία του σχολείου ως απαραίτητης προϋπόθεσης για την εισαγωγή στην ανώτατη εκπαίδευση. Πώς θα γίνει αυτό; Θα πρέπει ο βαθμός που θα παίρνει το παιδί στο απολυτήριό του να έχει αξία και σημασία για την εισαγωγή του στην ανώτατη εκπαίδευση» επισήμανε η κ. Τζούφη.
«Είναι μία πρόταση, η οποία θα καταλήξει σε νομοσχέδιο μέχρι το τέλος της χρονιάς, επομένως για τις απόψεις που υπάρχουν και οι οποίες μπορούν να ληφθούν υπόψη και να συζητηθούν, θα υπάρξει και ένας ανοιχτός διάλογος», διαβεβαίωσε, ενώ σε ό,τι αφορά το αδιάβλητο των νέων ενδοσχολικών εξετάσεων εξήγησε: «Σε πρώτη φάση δεν καταργούνται οι πανελλαδικές, διότι είναι ένα σύστημα αδιάβλητο, το οποίο όμως από την άλλη πλευρά εξαρτά την εισαγωγή ενός παιδιού στην ανώτατη εκπαίδευση από μία και μόνη εξέταση. Εμείς σε πρώτη φάση λέμε να έχει αξία και σημασία και η ενδοσχολική επίδοση. Πώς θα γίνει αυτό; Το παιδί θα παίρνει ένα απολυτήριο, του οποίου το 60% θα έχει να κάνει με τις ενδοσχολικές εξετάσεις, το 40% με την τελική ενδοσχολική εξέταση, η οποία όμως θα είναι αδιάβλητη. Πώς θα γίνε αυτό; Με ομάδες σχολείων, οι οποίες θα συνεργάζονται μεταξύ τους στους μεγάλους δήμους ή στους νομούς. Θα μπαίνουν θέματα και ταυτόχρονα τα παιδιά θα εξετάζονται με καλυμμένα τα ονόματά τους και θα βαθμολογούνται από άλλους εκπαιδευτικούς. Δηλαδή με αδιάβλητες ενδοσχολικές εξετάσεις. Σε πρώτη φάση αυτό θα μετράει σε ένα 10% για την εισαγωγή των παιδιών. Θα υπάρχει όμως και η δυνατότητα σε παιδιά που θεωρούν ότι οι επιλογές τους δεν είναι στην πρώτη ζήτηση να μπορούν με αυτόν τον αξιόπιστο βαθμό του απολυτηρίου να μπαίνουν σε αυτού του τύπου τις Σχολές, οι οποίες ονομάζονται χαμηλής ζήτησης και δεν τις επιζητούν πολλοί φοιτητές. Αντίθετα στις Σχολές υψηλής ζήτησης θα εξακολουθεί να υπάρχει και ο θεσμός των πανελλαδικών εξετάσεων, όμως κι εκεί θα μετρά ο βαθμός του απολυτηρίου, σε πρώτη φάση σε ένα ποσοστό 10%».
Σε ό,τι αφορά την κατηγοριοποίηση των σχολών σε χαμηλής και υψηλής ζήτησης διευκρίνισε: «Υπάρχει μία πραγματικότητα, υπάρχει η αναγκαιότητα σε πάρα πολλές οικογένειες να αναζητούν για τα παιδιά τους σχολές αυξημένης ζήτησης. Τέτοιο παράδειγμα είναι οι ιατρικές σχολές ή νομικές σχολές και μάλιστα όταν δεν επιτυγχάνεται αυτός ο στόχος με εισαγωγή στα Ανώτατα Εκπαιδευτικά Ιδρύματα, γιατί οι θέσεις είναι συγκεκριμένες, επιζητούν αυτές τις σπουδές σε αντίστοιχα πανεπιστήμια του εξωτερικού. Επομένως, έτσι κι αλλιώς υπάρχει μία κατηγοριοποίηση για κάποιες σχολές, οι οποίες θεωρούνται αυξημένης ζήτησης, διότι θεωρείται αυτού του τύπου η σπουδή ότι μπορεί να δίνει στα παιδιά περαιτέρω εφόδια. Δεν λέμε ότι είναι πρώτης και δεύτερης κατηγορίας, λέμε ότι απλώς εκεί υπάρχει μεγαλύτερη ζήτηση, ενώ υπάρχουν σχολές που η ζήτηση αυτή είναι χαμηλότερη και μένουν κενές θέσεις. Σε αυτές δίνουμε τη δυνατότητα σε κάποια παιδιά που από μόνα τους θα επιλέξουν αυτή την κατεύθυνση, να έχουν τη δυνατότητα να εισάγονται με ένα αξιόπιστο απολυτήριο».
Κληθείσα να σχολιάσει τις αντιδράσεις για την αντικατάσταση του μαθήματος των Λατινικών από το μάθημα της Κοινωνιολογίας σημείωσε: «Μιλάμε για την κατεύθυνση των ανθρωπιστικών σπουδών. Στην κατεύθυνση των ανθρωπιστικών σπουδών υπάρχουν πάρα πολλές σχολές που φαίνεται ότι το μάθημα της κοινωνιολογίας είναι ένα πολύ πιο βασικό και σύγχρονο μάθημα που έχουν ανάγκη αυτού του τύπου οι σπουδές. Ακούμε και την κριτική που γίνεται και όλα αυτά θα συζητηθούν και στη διαδικασία της ψήφισης του νομοσχεδίου»
Σε ό,τι αφορά τον αριθμό των εισακτέων επισήμανε ότι «είναι θέμα ενός ευρύτερου διαλόγου που γίνεται πάρα πολλά χρόνια και από τη μια μεριά είναι το υπουργείο το οποίο προσπαθεί να απαντήσει στις ανάγκες της κοινωνίας που θέλει τα παιδιά της να μπούνε στο πανεπιστήμιο, διότι ακόμη επενδύει πολύ στις σπουδές και μάλιστα σε ένα αξιόπιστο δημόσιο πανεπιστήμιο το οποίο εμείς προσπαθούμε να ενισχύσουμε». Υπενθύμισε, δε, ότι «την προηγούμενη χρονιά αυξήθηκαν μέσα σε μνημονιακές συνθήκες κατά 45 εκατ. τα χρήματα που έδωσε το υπουργείο στα ΑΕΙ και επίσης έδωσε και θέσεις 2000 μελών ΔΕΠ στην κατεύθυνση της ενίσχυσης του χώρου της ανώτατης εκπαίδευσης»
Ενόψει την έναρξης της σχολικής χρονιάς, η κ. Τζούφη τόνισε ότι «γίνεται μεγάλη προσπάθεια από το υπουργείο, ώστε οι εκπαιδευτικοί να βρίσκονται στις θέσεις τους την επόμενη Τρίτη». «Έληξαν χθες τα κενά που έστειλαν οι διευθύνσεις εκπαίδευσης και ξεκινά η τοποθέτηση των εκπαιδευτικών και όλα τα βιβλία βρίσκονται στα σχολεία. Την Τρίτη που χτυπάει το κουδούνι γίνεται μία προσπάθεια είτε εντός είτε και εκτός Ελλάδας το μεγαλύτερο μέρος των εκπαιδευτικών να βρίσκεται στις θέσεις τους».