Ήταν μία από τις σκληρές ανακοινώσεις που έχει εκδώσει η ελληνική διπλωματία εδώ και χρόνια και σε μεγάλη απόσταση από την παραδοσιακή ρητορική περί διαχρονικά καλών σχέσεων ανάμεσα σε Ρωσία και Ελλάδα.

Αρκεί να αναλογιστούμε ότι η συγκεκριμένη ανακοίνωση κατηγορεί την Ρωσία ότι «πολεμά ως σύντροφος εν όπλοις της Τουρκίας», εξαπολύει βαρύτατους χαρακτηρισμούς εναντίον της Μόσχας εφόσον την κατηγορεί για απόπειρα «α) εξαγοράς κρατικών αξιωματούχων, β) υπονόμευσης της εξωτερικής πολιτικής», και για «γ) παρεμβάσεις στο εσωτερικό της χώρας», ενώ της αποδίδει μεθόδευση για «αφελληνισμό των πατριαρχείων της Μέσης Ανατολής».

Αυτές είναι φράσεις που όταν χρησιμοποιούνται αναφέρονται σε χώρα με την οποία είμαστε σε αντιπαλότητα και όχι σε χώρα με την οποία μας συνδέουν «παραδοσιακοί δεσμοί».

Η φιλοαμερικανική στροφή της κυβέρνησης

Είναι προφανές ότι η ελληνική κυβέρνηση έχει κάνει μια ανοιχτά φιλοαμερικανική στροφή. Αυτή είχε αρχίσει να διαφαίνεται εξαρχής, αλλά πρέπει να εντάθηκε μετά την επίσκεψη Τσίπρα στις ΗΠΑ όπου και συναντήθηκε με τον Αμερικανό πρόεδρο Ντόναλντη Τραμπ.

Όλα δείχνουν ότι σε εκείνη την επίσκεψη συζητήθηκε η επιτάχυνση της δρομολόγησης συγκεκριμένων ζητημάτων που ήταν επείγουσες προτεραιότητες και των ΗΠΑ.

Τόσο η προσπάθεια για τη συμφωνία με την πΓΔΜ όσο και η διαπραγμάτευση για συνολική επίλυση των ελληνοαλβανικών σχέσεων, κινήσεις που εξασφαλίζουν στις ΗΠΑ ακόμη πιο ισχυρή ΝΑΤΟϊκή παρουσία στα Δυτικά Βαλκάνια.

Άλλωστε, η στροφή αυτή αποτυπώνεται και σε άλλες επιλογές όπως η αναβάθμιση της συνεργασίας με το Ισραήλ και την Αίγυπτο, με βάση την εκτίμηση ότι αυτό θα μπορούσε να αποτελέσει αντίβαρο στην τουρκική επιθετικότητα σε ζητήματα όπως οι ΑΟΖ.

Μόνο που αυτή η φιλοαμερικανική στροφή της κυβέρνησης εκ των πραγμάτων ασκεί και πίεση στη Ρωσία. Αυτό αφορά ειδικά την περίπτωση του «Μακεδονικού», όπου η προοπτική η «Βόρεια Μακεδονία» να ενταχθεί στο ΝΑΤΟ θα τροποποιήσει συνολικά το συσχετισμό στα Δυτικά Βαλκάνια.

Η ρωσική ανησυχία

Όλα αυτά προκάλεσαν μεγάλη ανησυχία στη ρωσική πλευρά.

Το «ξεπάγωμα» της υπόθεσης του «ονόματος», λίγο μετά από την αλλαγή κυβέρνησης στην πΓΔΜ σε πιο φιλοδυτική κατεύθυνση, άνοιξε το δρόμο για τη διαμόρφωση μιας κατάστασης στα Βαλκάνια όπου μόνο η Σερβία δεν είναι ενταγμένη στο ΝΑΤΟ.

Η ανησυχία αυτή είναι μεγαλύτερη, εάν συνυπολογίσουμε ότι η Ρωσία συνολικά εκτιμά ότι μέσω ενός τυχόν νέου γύρου εντάξεων χωρών στο ΝΑΤΟ, ουσιαστικά διαμορφώνεται μια ιδιότυπη «υγειονομική ζώνη» γύρω της. Χαρακτηριστικός και ο ιδιαίτερα έντονος τρόπος με τον οποίο αντιδρά στην προοπτική ένταξης χωρών όπως η Γεωργία στο ΝΑΤΟ.

Αν σε όλα αυτά προσθέσουμε ότι η Ρωσία έχει να αντιμετωπίσει τις συνεχιζόμενες κυρώσεις για την Κριμαία, υποθέσεις που η ίδια τις θεωρεί «στημένες» όπως η υπόθεση Σκριπάλ στη Μεγάλη Βρετανία, αλλά και όλο τον θόρυβο για την υποτιθέμενη ρωσική ανάμειξη στις αμερικανικές εκλογές, τότε καταλαβαίνουμε γιατί η ρωσική πλευρά αντιμετωπίζει με επιφύλαξη αλλά και ανησυχία οποιαδήποτε κίνηση παλλάζει τις όποιες ισορροπίες.

Η επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων

Η επιδείνωση των ελληνορωσικών σχέσεων δεν ξεκίνησε τώρα. Είχε ήδη διαφανεί από συγκεκριμένα βήματα και κινήσεις της ελληνικής πλευράς. Η εγκατάλειψη των σχεδίων για συνεργασία στα ενεργειακά, η μη αξιοποίηση του έτους ελληνορωσικής φιλίας για σημαντικές πρωτοβουλίες, η πλήρης ταύτιση της ελληνικής πλευράς με τις βασικές «δυτικές» επιλογές συνέτειναν σε αυτό.

Βέβαια σε επίπεδο ρητορικής οι τόνοι παρέμειναν θετικοί και είναι γεγονός ότι η ελληνική πλευρά απέφυγε να ταυτιστεί με τους δυτικούς σε ζητήματα όπως η υπόθεση Σκριπάλ. Όμως, πραγματική πρόοδος δεν υπήρξε.

Την ίδια στιγμή αναδεικνύονταν και διάφορα άλλα σημεία έντασης. Για παράδειγμα, όπως πλέον το αναφέρει ρητά και το ελληνικό ΥΠΕΞ, οι ελληνορωσικές σχέσεις επηρεάστηκαν και από τα ζητήματα που αφορούν την Ορθοδοξία σε διεθνές επίπεδο.

Είναι γνωστό ότι τα τελευταία χρόνια έχει οξυνθεί η προσπάθεια του Πατριαρχείου Μόσχας να διεκδικήσει το πρωτείο έναντι του Οικουμενικού Πατριαρχείου, στο βαθμό που εκτιμά ότι εκπροσωπεί πολύ μεγαλύτερο μέρος των Ορθόδοξων πιστών στον κόσμο.

Η αντιπαράθεση αυτή φορτίζεται και από συγκεκριμένα ερωτήματα με γεωπολιτική διάσταση, όπως είναι αυτό της αναγνώρισης από το Οικουμενικό Πατριαρχείο της αυτοκεφαλίας της Ουκρανικής Εκκλησίας, κάτι στο οποίο αντιτίθεται η Μόσχα, θεωρώντας ότι αυτό εντάσσεται στην προσπάθεια απομόνωσης της Ρωσίας. Ενδεικτική της έντασης και η επιλογή του Πατριαρχείου Μόσχας να μην συμμετάσχει στη Μεγάλη Πανορθόδοξο Σύνοδο στο Κολυμπάρι των Χανίων.

Πέραν των γεωπολιτικών φορτίσεων η σύγκρουση αυτή αφορά και συνολικότερα ερωτήματα προσανατολισμού των Ορθόδοξων Εκκλησιών. Σε αυτό το πλαίσιο, είναι προφανές ότι ο Πατριαρχείο Μόσχας και με την υποστήριξη της ρωσικής διπλωματίας επιχειρεί να αποκτήσει προσβάσεις και σε επιμέρους ορθόδοξες εκκλησίες.

Είναι αυτό που θα μπορούσαμε να ονομάσουμε ιδιότυπη «θρησκευτική διπλωματία» που πλευρές της είδαμε να ξετυλίγονται και στην Ελλάδα, συμπεριλαμβανομένης της δράσης φορέων όπως η Ορθόδοξη Αυτοκρατορική Παλαιστίνια Εταιρεία.

Την ίδια στιγμή, προφανώς και η Ρωσική διπλωματία προσπαθεί να καλλιεργήσει και σχέσεις με πολιτικούς παράγοντες που θα μπορούσαν να υποστηρίξουν τις ρωσικές θέσεις. Βέβαια, αυτό είναι και ένα από τα παραδοσιακά καθήκοντα των διπλωματικών αποστολών.

Το ελληνικό ΥΠΕΞ θα υποστηρίξει ότι η ρωσική πλευρά και δη οι διπλωμάτες που απελάθηκαν υπερέβησαν τα όρια και προχώρησαν σε ανεπίτρεπτες προσπάθειες παρέμβασης στα πολιτικά πράγματα και απόπειρας εξαγοράς αξιωματούχων, χωρίς να δώσει περισσότερα στοιχεία πέραν διαρροών στον Τύπο.

Θα υποστηρίξει επίσης ότι ο Ρώσος υπουργός Εξωτερικών Σεργκέι Λαβρόφ απείλησε την ελληνική πλευρά σε σχέση με τη συμφωνία με την πΓΔΜ, στοιχείο που θα διαψεύσει με τον πιο έντονο τρόπο η ρωσική πλευρά.

Είναι επίσης χαρακτηριστικό ότι η ελληνική πλευρά δεν θα πάρει μέτρα αλλά και θα τα δημοσιοποιήσει, κίνηση που εκ των πραγμάτων έδωσε διάσταση διπλωματικής αντιπαράθεσης, ενώ θα μπορούσε, όπως έχει συμβεί σε άλλες περιπτώσεις, να προχωρήσει στα μέτρα χωρίς δημοσιοποίηση.

Η ρωσική πλευρά θα προχωρήσει τελικά σε αντίμετρα, χαρακτηρίζοντας τα «συμμετρικά», Πηγές του ελληνικού ΥΠΕΞ θα τα χαρακτηρίσουν «ασύμμετρα» υποστηρίζοντας ότι η ελληνική

πλευρά απέλασε συγκεκριμένους διπλωμάτες τεκμηριωμένα, ενώ η ρωσική πλευρά δεν τεκμηρίωσε το γιατί επέλεξε αυτές τις απελάσεις, αν και η συνήθης πρακτική είναι όταν παίρνει μέτρα μια χώρα να παίρνει και η άλλη και μάλιστα ποσοτικά αντίστοιχα.

Υπάρχει κάποιο σχέδιο;

Παρότι η κατακλείδα της ελληνικής ανακοίνωσης («ως προς τα αυθαίρετα μέτρα που έλαβε η ηγεσία του ρωσικού Υπουργείου Εξωτερικών, η Ελλάδα θα απαντήσει με υπομονή και νηφαλιότητα») παραπέμπει σε μια πρόθεση αποφυγής κλιμάκωσης ενός κύκλου «μέτρων – αντίμετρων», εντούτοις είναι ανοιχτό το ερώτημα του ποιος ακριβώς είναι ο σχεδιασμός της ελληνικής πλευράς.

Γιατί είναι ένα πράγμα η δεδομένη εδώ και καιρό επιλογή της ελληνικής διπλωματίας κυρίως να στραφεί προς την αμερικανική πλευρά (έστω σε αυτή την αντιφατική περίοδο ως προς τον προσανατολισμό των ΗΠΑ λόγω των διαφορετικών στρατηγικών που ξεδιπλώνονται) και είναι άλλο πράγμα η πλήρης ρήξη με τη ρωσική πλευρά και η αποφυγή ακόμη και διατήρησης κάποιων ισορροπιών.

Για παράδειγμα η ανακοίνωση του ΥΠΕΞ κατηγορεί τη Ρωσία ότι είναι «σύντροφος εν όπλοις» της Τουρκία, παραβλέποντας ότι η Ρωσία πέραν του να στηρίζει την κυβέρνηση Άσαντ παίζει και ρόλο δύναμης που πιέζει για λύση και προσφέρει εγγυήσεις σε αυτό, στοιχείο που έχουν αναγνωρίσει και οι ΗΠΑ και άλλοι «παίκτες» όπως το Ιράν και το Ισραήλ και προφανώς η Τουρκία πουπροσφεύγει στη Ρωσία για να αποφύγει το χειρότερο, ήτοι τη διαμόρφωση οιονεί κουρδικής κρατικής οντότητας.

Η συγκεκριμένη φραστική όξυνση της ανακοίνωσης του ΥΠΕΞ σε μια κατεύθυνση εντάσσεται σε σχέση με τις διαμορφούμενες ισορροπίες στην περιοχή; Έχουμε δείγματα ρωσικής στροφής σε βάρος των ελληνικών θέσεων ως προς τα ελληνοτουρκικά; Ζητήθηκε άσκηση πίεσης από τη Μόσχα προς την Άγκυρα και αυτή το αρνήθηκε; Αυτά τα ερωτήματα καλό θα είναι να απαντηθούν .

Έπειτα υποτίθεται ότι οι διπλωματικές στροφές πάντοτε γίνονται έναντι κάποιων ανταλλαγμάτων και πλεονεκτημάτων και με προσπάθεια να περιοριστεί ο αντίκτυπος σε άλλες πλευρές και μέτωπα. Αυτός θα ήταν και ο ορισμός μιας «πολυδιάστατης, ανεξάρτητης δημοκρατικής εξωτερικής πολιτικής». Σε ποιο βαθμό μπορεί η κυβέρνηση σήμερα να κάνει έναν τέτοιο πρώτο απολογισμό των επιλογών της αλλά και των χειρισμών της;

Η διπλωματία δεν είναι «ατομική πολιτική»

Δεν υπάρχει αμφιβολία ότι ο Νίκος Κοτζιάς είναι από τους υπουργούς με την πιο έντονη προσωπικότητα. Άνθρωπος με μεγάλη παιδεία και εμπειρία στον ευρύτερο χώρο της εξωτερικής πολιτικής είναι γνωστό ότι συχνά κινείται με βάση και την ιδιαίτερη προσωπική του εκτίμηση, αφήνοντας έτσι και μια προσωπική σφραγίδα σε διάφορες επιλογές. Στην κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει κατοχυρώσει σημαντικούς βαθμούς ελευθερίας ως προς τη χάραξη στρατηγικής στο σύγχρονο γεωπολιτικό τοπίο.

Όμως, η πραγματικότητα είναι ότι η εξωτερική πολιτική δεν μπορεί να είναι «ατομική πολιτική». Οφείλει να προκύπτει μέσα από διαδικασίες που εγγυώνται τη στάθμιση όλων των επιλογών, τη συνεκτίμηση όλων των παραμέτρων και –όσο είναι δυνατό– την διαμόρφωση ευρύτερης συναίνεσης.

Σε μια κρίσιμη καμπή είναι σημαντικό και ενημέρωση να υπάρξει και κυρίως να γίνει σαφές ότι υπάρχει ένας συγκροτημένος σχεδιασμός και για το συνολικό προσανατολισμό και για τον χειρισμό του.