Την αναβολή της επίσκεψης του υπουργού Εξωτερικών της Ρωσίας Σεργκέι Λαβρόφ μεταδίδει το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων TASS επικαλούμενο τον Ρώσο Πρέσβη στην Ελλάδα, Αντρέι Μασλόφ.

Σύμφωνα με τα όσα μεταδίδει το ρωσικό πρακτορείο ειδήσεων το ερχόμενο φθινόπωρο για το οποίο είχε προγραμματιστεί η επίσκεψη του ρώσου ΥΠΕΞ στην Ελλάδα πλέον δεν είναι η κατάλληλη εποχή.

Υποτίθεται ότι έχουν αλλάξει αρκετά από το 1962 όταν η κυβέρνηση της ΕΣΣΔ προχωρούσε στην απέλαση του Πέτρου Μολυβιάτη, δεύτερου γραμματέα της ελληνικής πρεσβείας στη Μόσχα. Αλλεπάλληλες ελληνικές κυβερνήσεις επέμειναν ότι παρά το συνολικά δυτικό προσανατολισμό της χώρας, πάντοτε αποτελεί προτεραιότητα και η καλλιέργεια καλών σχέσεων με τη Μόσχα. Από τα… σοβιετικά τρόλεϊ που μετέφεραν αρκετές γενιές Αθηναίων, μέχρι την ελπίδα ότι θα μπορούσαμε να συνεργαστούμε σε ζητήματα όπως οι αγωγοί πετρελαίου, τα παραδείγματα είναι αρκετά.

Όμως, τώρα τα πράγματα είναι πολύ διαφορετικά. Λίγο πριν την ακύρωση της επίσκεψης Λαβρόφ, η απάντηση του ελληνικού υπουργείου Εξωτερικών σε όσα είπε η εκπρόσωπος του ρωσικού υπουργείου Εξωτερικών Μαρία Ζαχάροβα και το οποίο κατηγόρησε τη Ρωσία για «συνεχή ασέβεια» έναντι της Ελλάδας, για «αρνητικές λογικές» και για «νομιμόποίηση παράνομων ενεργειών», ήρθε να επιβεβαιώσει ότι βρισκόμαστε σε μια τροχιά επιδείνωσης των ελληνορωσικών σχέσεων και με πρωτοβουλία της πολιτικής ηγεσίας του ΥΠΕΞ.

Είναι δε χαρακτηριστικό ότι ο ελληνικό ΥΠΕΞ θεώρησε σκόπιμο να προχωρήσει σε μια επιθετική ανακοίνωση, παρότι η ρωσική πλευρά αναφέρθηκε μεν σε κυρώσεις, εννοώντας προφανώς και απελάσεις διπλωματών, και χρησιμοποίησε αυστηρή γλώσσα αλλά δεν ανακοίνωσε σήμερα τις ίδιες τις απελάσεις, όπως όλοι περίμεναν. Φαίνεται, όμως, ότι ακόμη και αυτή η χειρονομία εν μέρει και «καλής θέλησης» δεν έπεισε την ελληνική πλευρά.

Δεν απάντησε

Ούτε πρέπει να διαφύγει της προσοχής μας ότι το ελληνικό ΥΠΕΞ απέφυγε να απαντήσει σε αυτό που ήταν ίσως το πιο σημαντικό στοιχείο της σημερινής ενημέρωσης στη Μόσχα: την κατηγορηματική διάψευση των όσων έχει διαρρεύσει η ελληνική πλευρά περί απειλών Λαβρόφ στη διάρκεια επικοινωνίας με τον Νίκο Κοτζιά.

Η κατηγορηματική διάψευση, που αφορά επαφές και συναντήσεις που καταγράφονται και από τις δύο πλευρές, είναι σημαντική. Η τρέχουσα ελληνική στάση επικαλείται δύο βασικά επιχειρήματα: τις επαφές ρώσων διπλωματών με Έλληνες παράγοντες, συμπεριλαμβανομένης της απόπειρας χρηματισμού, και την υποτιθέμενη δήλωση – απειλή Λαβρόφ προς την Ελλάδα να μην προχωρήσει στη συμφωνία, μια που η Ρωσία θα δοκίμαζε ακόμη και να την μπλοκάρει στο Συμβούλιο Ασφαλείας (παρότι βέβαια τέτοιες διακρατικές συμφωνίες δεν εξετάζονται σε αυτό το επίπεδο). Το δεύτερο επιχείρημα είναι πλέον κάπως έωλο.

Είναι σαφές ότι η κυβέρνηση ΣΥΡΙΖΑ-ΑΝΕΛ έχει επιλέξει μια πολύ πιο φιλοδυτική και φιλοαμερικανική στροφή της ελληνικής εξωτερικής πολιτικής. Αυτή είχε αποτυπωθεί καιρό τώρα σε διάφορες επιλογές από το μη προχώρημα των σχεδίων για αγωγό φυσικού αερίου μέχρι προφανώς τη Συμφωνία των Πρεσπών ως προϋπόθεσης της πρόκλησης της πΓΔΜ στα Σκόπια, παρότι ήταν γνωστό ότι αυτή η αλλαγή των γεωπολιτικών ισορροπιών στα Δυτικά Βαλκάνια θα δυσαρεστούσε τη Μόσχα.

Όμως, μέχρι τώρα η ελληνική πλευρά μπορούσε να διακηρύττει ότι όχι μόνο προωθούσε καλές σχέσεις σε άλλους τομείς αλλά και απέφευγε να ταυτιστεί με τις νεοψυχροπολεμικές απόψεις άλλων δυτικών χωρών.

Όπως τόνισε και η ίδια η Ζαχάροβα στην ενημέρωση, η Ελλάδα είχε αποφύγει να συντονιστεί με τις άλλες ευρωπαϊκές χώρες όταν ξέσπασε η «υπόθεση Σκριπάλ» και δεν είχε προχωρήσει σε απελάσεις ή άλλες αναλόγως επιθετικές ενέργειες.

Τώρα, όμως, η ελληνική πλευρά όχι μόνο προχωρά σε μια επιθετική κίνηση, με αποκορύφωμα τις κατηγορίες κατά της Ρωσίας περί δράσης διπλωματών με σκοπό τον επηρεασμό των πολιτικών εξελίξεων, αλλά και επιλέγει ενέργειες που δεν διαφέρουν των λοιπών δυτικών κυβερνήσεων.

Γιατί προκρίνεται τώρα η μεταστροφή;

Η αντίρρηση της Ρωσίας προς οτιδήποτε θα άλλαζε την γεωπολιτική ισορροπία στα Δυτικά Βαλκάνια ήταν ρητή και γνωστή από καιρό. Αντίστοιχα, γνωστό ήταν και στη ρωσική πλευρά ότι με δεδομένη την ελληνική συμμετοχή στο ΝΑΤΟ, ήταν δύσκολο για την ελληνική πλευρά να εναντιωθεί γενικά στη διεύρυνση.

Η δράση Ρώσων πρακτόρων και διπλωματικών ή επιχειρηματικών παραγόντων στο ελληνικό έδαφος είναι αρκετά γνωστή και αναμενόμενη εξαιτίας της σημασία των ελληνικών εξελίξεων αλλά και της βαρύτητας των οικονομικών σχέσεων.

Αντίστοιχα, ως προς τη ρωσική εξωτερική πολιτική ήταν γνωστές οι παρεμβάσεις στα ζητήματα που αφορούν την Ορθοδοξία, όχι μόνο σε σχέση με το Άγιον Όρος αλλά και συνολικά τον προσανατολισμό, με το Πατριαρχείο Μόσχας να διεκδικεί αναβαθμισμένο ρόλο.

Ας μην ξεχνάμε ότι υπάρχουν διάφορα πεδία όπου θρησκεία και διπλωματία συναντώνται. Οι εντάσεις που προκαλεί η προοπτική να δοθεί από το Οικουμενικό Πατριαρχείο Αυτοκεφαλία στην Ορθόδοξη Εκκλησία της Ουκρανίας είναι από αυτή την άποψη ενδεικτικές. Άλλωστε, ήδη η απουσία του Πατριαρχείου Μόσχας από την Πανορθόδοξο Σύνοδο στο Κολυμβάρι των Χανίων τον Ιούνιο του 2016 είχε σηματοδοτήσει την όξυνση των διαιρέσεων και των συγκρούσεων.

Το ίδιο θα μπορούσε κανείς να πει και για την προσπάθεια να υπάρξουν σχηματισμοί που να συνδυάζουν τον φιλορωσικό προσανατολισμό που να συνδυάζεται με αναφορές στα εθνικά θέματα ή την Ορθοδοξία. Μάλιστα, για ένα έστω και βραχύ διάστημα διάχυτη ήταν η αίσθηση ότι η κυβέρνηση ανεχόταν μέρος των αντιδράσεων για το «ονοματολογικό», με επίγνωση της υποστήριξής τους και από παράγοντες με αναφορά στη Ρωσία, θεωρώντας ότι εάν αυτό οδηγούσε στη συγκρότηση ενός νέου κομματικού σχηματισμού, με λογική «δεξιά της δεξιάς, ωφελημένος θα ήταν πρώτα και κύρια ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ εφόσον θα επερχόταν διάσπαση του εκλογικού σώματος της ΝΔ.

Όπως επίσης ξέρουμε ότι σε διαφορετικές στιγμές της σύγχρονης ιστορίας ήταν και οι δυτικές πρεσβείες και πρώτα και κύρια αυτή των ΗΠΑ, που έκαναν ό,τι μπορούσαν για να επηρεάσουν.

Για την ακρίβεια όλο και περισσότερο χώρες ανακαλύπτουν τη σημασία που έχει να επενδύουν στον επηρεασμό συνολικά του κλίματος παρά απλώς στον προσεταιρισμό κάποιων αξιωματούχων, με κινήσεις που συχνά είναι περισσότερο εμφανείς και λιγότερο «υπόγειες».

Είναι αρκετά πρόσφατη η αντιπαράθεση στην Κύπρο για το εάν υπήρξαν ή όχι χρηματοδοτήσεις οργανώσεων από ξένες χώρες με σκοπό να διαμορφωθεί κλίμα υπέρ της υπερψήφισης του Σχεδίου Ανάν στο δημοψήφισμα του 2004. Τις παραμονές του δημοψηφίσματος του 2015 ήταν ο ίδιος ο ΣΥΡΙΖΑ που άφηνε να εννοηθεί ότι υπήρχε ενεργοποίηση ξένων πρεσβειών υπέρ του «ναι».

Σοβαρά ερώτηματα

Με αυτά τα δεδομένα είναι προφανές ότι τίθενται σοβαρά ερωτήματα τα οποία καλείται να απαντήσει η ελληνική κυβέρνηση. Το πρώτο είναι ακριβώς η επιλογή της συγκεκριμένης στιγμής για κινήσεις επιδείνωσης των ελληνορωσικών σχέσεων ακόμη και στο συμβολικό επίπεδο, μια στιγμής που χαρακτηρίζεται όχι μόνο από την κατοχύρωση της Ρωσίας ως σημαντικού και αναγνωρισμένου από όλες τις πλευρές “power broker” στη Συριακή κρίση, αλλά και από την εμφανέστερη παρά ποτέ διαίρεση του αμερικανικού πολιτικού και διπλωματικού κατεστημένου ανάμεσα στην επιλογή της νεοψυχροπολεμικής γενικευμένης αντιπαράθεσης με τη Ρωσία και την προσπάθεια πίεσης και διαπραγμάτευσης μαζί της ώστε να αποτραπεί το ενδεχόμενο δημιουργίας ρωσοκινεζικού άξονα, διαίρεση που αποτυπώθηκε και στη συνάντηση Τραμπ – Πούτιν και τις αντιδράσεις που προκάλεσε. Η τρέχουσα πρόκριση της έντασης στις ελληνορωσικές σχέσεις σε ποια εκτίμηση για τη φορά των πραγμάτων πρωτίστως στηρίζεται;

Το δεύτερο ερώτημα είναι εάν υπήρξε ένα συνολικότερο σχέδιο για το πώς θα αντιμετωπιζόταν η δεδομένη δυσαρέσκεια της Μόσχας για την ενδεχόμενη είσοδο της πΓΔΜ στο ΝΑΤΟ και εάν σταθμίστηκαν οι διαφορετικές επιλογές. Για παράδειγμα εξετάστηκε το ενδεχόμενων αντισταθμισμάτων ή εκτιμήθηκε ότι ούτως ή άλλως η σύγκρουση ήταν δρομολογημένη αν όχι και θεμιτή;

Το τρίτο ερώτημα είναι εάν υπάρχει μια εκτίμηση για το εάν αυτό θα έχει αντίκτυπο σε άλλους τομείς είτε των διμερών σχέσεων (π.χ. του ενδεχόμενου αντίκτυπου στις οικονομικές σχέσεις των δύο χωρών, η αναφορά στους τουρίστες καθόλου τυχαία δεν ήταν), είτε της συνολικότερης διεθνούς θέσης της χώρας. Έχει καταλήξει το ΥΠΕΞ ότι η παραδοσιακή εκτίμηση περί της δυνατότητας θετικής ρωσικής παρέμβασης σε ζητήματα όπως το Κυπριακό δεν έχει πλέον εφαρμογή, παρά την εμφανή δυνατότητα της Ρωσίας κατά περίπτωση να ασκήσει και πίεση προς την Τουρκία;

Και βεβαίως το τελευταίο ερώτημα είναι εάν η ελληνική πλευρά έχει αποσπάσει συνολικότερες δεσμεύσεις από την αμερικανική πλευρά ως αντάλλαγμα της εμφανούς μεταστροφής στο συγκεκριμένο θέμα, ή εάν η τρέχουσα ευθυγράμμιση με τις υπόλοιπες δυτικές χώρες είναι περισσότερο μια επένδυση στη δυνατότητα να υπάρξει μελλοντική ευνοϊκότερη στάση.

Σε όλα αυτά καλό είναι να υπάρξουν συγκεκριμένες απαντήσεις. Οι μεταβατικές περίοδοι στο διεθνές σύστημα μπορεί να διαμορφώνουν έδαφος που δικαιολογεί μεταστροφές αλλά και ταυτόχρονα αυξάνουν τον κίνδυνο από επιλογές που δεν σταθμίζουν όλα τα δεδομένα και δεν εκτιμούν το συσχετισμό δύναμης σε βάθος χρόνου.