Στη μαζική δημοκρατία τα κόμματα επικαλούμενα το «κοινό καλό» προωθούν τα συμφέροντα των κοινωνικών ομάδων που τα στηρίζουν, ευρισκόμενα σε ανταγωνισμό μεταξύ τους και σε διαδραστική σχέση με την οργανωμένη βάση και τους οπαδούς τους. Αυτή η διττή σχέση (ανταγωνισμός με τους κομματικούς αντιπάλους, συναίνεση με τους φυσικούς κοινωνικούς συμμάχους) μεταβάλλεται καθώς στη μαζική δημοκρατία περιορίζονται οι κοινωνικές ρήξεις και αυξάνεται η ευημερία για περισσότερες ομάδες. Ετσι τα κόμματα από οργανώσεις που προωθούν την ικανοποίηση μακροπρόθεσμων συμφερόντων συγκεκριμένων ομάδων γίνονται μηχανισμοί που ικανοποιούν μεταβαλλόμενα αιτήματα εκλογέων τους. Οσο πιο πολύ όμως τα κόμματα μετασχηματίζονται σε εκλογικές μηχανές τόσο μεγαλώνει ο πειρασμός, αντί να ανταγωνίζονται για την προσωρινή κατάκτηση του κράτους προς όφελος των ψηφοφόρων τους, να συμφωνήσουν στον έλεγχο και στη διανομή των κρατικών πόρων προς το δικό τους πρωτίστως όφελος.
Τα παραπάνω αποτελούν σύντομη περιγραφή της διαδρομής που διανύουν τα κόμματα από την εκβιομηχάνιση ως τον χρηματοπιστωτικό καπιταλισμό, στη διάρκεια της οποίας από «μαζικά» έγιναν «πολυσυλλεκτικά», για να μεταμορφωθούν σε «κόμματα καρτέλ» (R. Katz/P. Mair). Προτού όμως βιαστούμε να καταδικάσουμε τα κόμματα ότι εγκαταλείπουν τους εκλογείς διοχετεύοντας κρατικούς πόρους στην κομματική νομενκλατούρα, ας λάβουμε υπόψη ότι και οι εκλογείς εγκαταλείπουν τα κόμματα υιοθετώντας τον κυνισμό από την πολιτική δράση. Ή, προτού κατηγορήσουμε τα κόμματα για υπαγωγή τους στη λογική των μίντια και «μεσοποίηση της πολιτικής», ας υπολογίσουμε την αμφίδρομη πλαισίωση των αντιλήψεων των πολιτών από τα ΜΜΕ.
Εκλογείς και κόμματα διανύουν περίοδο βαθιάς δυσπιστίας. Η κομματική δημοκρατία, ωστόσο, με όποιους θεσμικούς νεωτερισμούς είναι αναγκαίο να συμπληρωθεί (αντίβαρα), εξακολουθεί να αποτελεί sine qua non για την έκφραση της λαϊκής θέλησης. Τα κόμματα μπορεί να μην αποτυπώνουν επαρκώς τη θέληση του λαού και οι εκλογείς να μην τα εμπιστεύονται σε ικανοποιητικό βαθμό, σε συνθήκες όμως μαζικής (μετα-)δημοκρατίας η απουσία ή αδυναμία διαμεσολαβητικών θεσμών αυξάνει τον κίνδυνο χειραγώγησης των πολιτών από παράγοντες μιας μη νομιμοποιημένης μιντιακής-οικονομικής εξουσίας.
Τα ελληνικά κόμματα κινήθηκαν μέσα σε μια σκληρή λογική «καρτέλ». Προπάντων τα κόμματα του δικομματισμού παρέμειναν πελατειακά, ένα γνώρισμα που ευνοεί την εμφάνιση κομματικού καρτέλ. Επιπλέον, όλα τα κόμματα αντλούσαν πόρους από το κράτος, γεγονός σημαντικό για τη συντήρηση του καρτέλ. Πρόκειται για πόρους υλικούς που σχετίζονται με την πλουσιοπάροχη κρατική χρηματοδότηση των κομμάτων και τις παροχές στο πολιτικό προσωπικό• για πόρους μιντιακούς που εκτείνονται από την επιβολή ποσόστωσης στην κατανομή ραδιοτηλεοπτικού χρόνου στα κόμματα ως τον κομματικό έλεγχο της δημόσιας ραδιοτηλεόρασης• πρόκειται, επίσης, για πόρους εκλογικούς που αφορούν την επέκταση της δημόσιας διοίκησης με διορισμούς κομματικών πελατών.
Εχει σημασία να επισημανθεί ότι ούτε οι ιδεολογικές διαφορές ούτε ο δικομματισμός εμπόδισαν τη συμμετοχή στο κομματικό καρτέλ: τα κυβερνώντα κόμματα (ΠαΣοΚ – ΝΔ) μετέχουν σε αυτό προνομιακά λόγω της πρόσβασής τους στην εξουσία, τα κόμματα της αριστερής αντιπολίτευσης δικαιολογούν τη συμμετοχή τους στο καρτέλ με το επιχείρημα της διεύρυνσης της κρατικής αγοράς εργασίας, ενώ στα ακραία δεξιά κόμματα ο αντιφιλελεύθερος προσανατολισμός τους δημιουργεί ευνοϊκές προϋποθέσεις ένταξης στο καρτέλ.
Σήμερα, που το κράτος της Μεταπολίτευσης καταρρέει, το καρτέλ κλυδωνίζεται. Τις άμεσες συνέπειες της κατάστασης αυτής νιώθουν τα κυβερνητικά κόμματα, που βιώνουν τη μεγαλύτερη εκροή ψηφοφόρων από το 1977. Την εκροή ψηφοφόρων συνειδητοποιούν πρωτίστως στελέχη και βουλευτές των κυβερνητικών κομμάτων. Εχοντας συνηθίσει να ανταλλάσσουν κρατικούς πόρους με εκλογική υποστήριξη, βλέπουν με τρόμο τη σπάνι των πόρων να τους εκτοπίζει από την πολιτική κονίστρα. Κάποιοι επιχειρούν ηρωική έξοδο προβάλλοντας – ενίοτε με αφελή προσχηματικότητα – την εναντίωσή τους στη «μνημονιακή» πολιτική.
Ενώ ΠαΣοΚ και ΝΔ αντιμετωπίζουν τις συνέπειες από την κομματική έξοδο του πολιτικού προσωπικού, τα μικρότερα κόμματα λειτουργούν ως πόλος έλξης απροσανατόλιστων πολιτικών και απογοητευμένων εκλογέων. Για πόσο καιρό; Οσο το «αντιμνημονιακό μέτωπο» διαρκεί, το κομματικό περιβάλλον που το καλλιεργεί θα λειτουργεί ως συλλέκτης και ενισχυτής της διαμαρτυρίας. Οταν όμως το διακύβευμα φθαρεί, τότε και τα κόμματα διαμαρτυρίας θα βιώσουν τις συνέπειες της «αποκαρτελοποίησης» της κομματικής σκηνής.
Το κομματικό σύστημα της Μεταπολίτευσης βρίσκεται σε αποσυνάρθρωση. Η επόμενη Βουλή θα είναι διαφορετική από τη σημερινή αλλά θα είναι μεταβατική – ο «εκλογικός σεισμός» θα διαρκέσει τόσο όσο ώστε όλοι να αντιληφθούν ότι τα «λάφυρα» έχουν εξαντληθεί. Τότε κόμματα και πολιτικοί θα κληθούν να βρουν μια νέα ισορροπία μεταξύ τους και με τους εκλογείς. Ενας συνδυασμός από υπευθυνότητα και συναίνεση μπορεί να λειτουργήσει ως συνετή οδηγητική αρχή• οποιαδήποτε άλλη επιλογή θα ήταν καιροσκοπική και θα έβαζε όλους και τη χώρα σε νέες περιπέτειες.

Η κυρία Βασιλική Γεωργιάδου είναι αναπληρώτρια καθηγήτρια Πολιτικής Επιστήμης στο Πάντειο Πανεπιστήμιο.

ΕΝΤΥΠΗ ΕΚΔΟΣΗ