Ο Ηλίας Καζάν έλκει την καταγωγή του από την Καππαδοκία της Μικράς Ασίας. Το χωριό όπου είχε τις ρίζες της η οικογένειά του ήταν το Μουταλάσκη, που βρίσκεται λίγα χιλιόμετρα έξω από την Καισάρεια.


Στις αρχές αυτού του αιώνα ο πατέρας του μετέφερε την επιχείρηση των χαλιών στην Κωνσταντινούπολη. Εκεί γεννήθηκε ο Ηλίας και εκεί πήρε τα πρώτα γράμματα. Οταν άρχισαν να φαίνονται τα πρώτα σύννεφα του επικείμενου Α’ Ευρωπαϊκού Πολέμου, η οικογένεια Καζαντζόγλου μετανάστευσε στην Αμερική, όπου είχε προηγηθεί ο μεγάλος αδελφός του πατέρα του, με τη φροντίδα του οποίου εξασφαλίστηκε η πρόσκλησή τους.


Τον Ηλία, που είχε εν τω μεταξύ αλλάξει το επίθετό του σε Καζάν, τον πρωτογνώρισα το 1945. Αφορμή στάθηκε η γνωριμία, η δική μου και της Βασούλας με την αδελφή του Αρθουρ Μίλερ, που και αυτή την είχαμε γνωρίσει από τον φίλο μας σκηνοθέτη της Μητροπολιτικής Οπερας της Νέας Υόρκης τότε, Ντίνο Γιαννόπουλο.


Μια μέρα μας πρότεινε ο Ντίνος να μας πάρει μαζί του στο Νιου Χέιβεν για να παρακολουθήσουμε τη δοκιμαστική πρεμιέρα του καινούργιου έργου του Αρθουρ Μίλερ «Ηταν όλοι τους παιδιά μου», σκηνοθέτης του οποίου ήταν ο Καζάν.


Το βράδυ εκείνο, ευθύς μετά το τέλος της παράστασης, βρεθήκαμε στο ίδιο τραπέζι με τον Καζάν, τον Αρθουρ Μίλερ και τους 2-3 πρωταγωνιστές του έργου. Εκεί ήταν που γνώρισα τον Ηλία Καζάν από κοντά.


Δεν ξανασυνάντησα τον Ηλία Καζάν στα επόμενα δέκα χρόνια. Αλλωστε, η Βασούλα και εγώ επιστρέψαμε στην Ελλάδα το 1947 και δεν ξαναγύρισα στη Νέα Υόρκη παρά το 1957, που πήγα να οργανώσω την πρώτη περιοδεία του θιάσου του αξέχαστου Βασίλη Λογοθετίδη. Παράλληλα είχα να ασχοληθώ και με τις μετακλήσεις αμερικανικών ορχηστρών και μπαλέτων για το Φεστιβάλ Αθηνών. Τότε ήταν που χρειάστηκα τη βοήθεια του Ηλία Καζάν, να με σύστηνε στους διευθυντές των αμερικανικών συγκροτημάτων, σε ιμπρεσάριους και άλλους σημαντικούς καλλιτεχνικούς παράγοντες που δεν γνώριζαν ποιος είμαι.


Το έκανε μετά χαράς. Τότε ήταν που διαπίστωσα πόσες πόρτες «άνοιγαν» με ένα τηλεφώνημα του Καζάν. Οταν ξαναπήγα το 1958 στην Αμερική, για τη δεύτερη περιοδεία του Λογοθετίδη, η γνωριμία μου με τον Καζάν είχε εξελιχθεί σε πραγματική φιλία. Μου είχε ανοίξει όχι μόνο το γραφείο του, στο οποίο και με εγκατέστησε, αλλά και την καρδιά του.


* Τα πρώτα σκληρά χρόνια


Για τον χαρακτήρα, τα βιώματα, τις αναστολές του Καζάν στα δύσκολα πρώτα χρόνια του στην Αμερική, τις ταπεινώσεις του από τους συμμαθητές του που τον θεωρούσαν ως δεύτερης κατηγορίας μετανάστη, για τις ερωτικές σχέσεις του με τις γυναίκες μιλά εκτενέστατα ο Καζάν στην αυτοβιογραφία του που κυκλοφόρησε το 1988 και έγινε αμέσως «μπεστ σέλερ».


Δεν δίστασε ακόμη να αναφέρει ότι, όταν τον φώναξε στο Χόλιγουντ από τη Νέα Υόρκη, όπου είχε καταξιωθεί ως ο καλύτερος σκηνοθέτης του θεάτρου, ο Ντάριλ Ζάνουκ τής «20th Century Fox Film» για να του εμπιστευθεί την πρώτη σκηνοθεσία του στον κινηματογράφο, δεν γνώριζε απολύτως τίποτα από την τεχνική του σινεμά. Αναφέρει ακόμη ότι κατηγορήθηκε για την οίησή του. «Ναι», ομολογεί, «υπήρξα arrogant (αλαζών) γιατί μόνο έτσι θα μπορούσα να επιζήσω ανάμεσα στα θηρία του Χόλιγουντ».


Οσο για το στίγμα της προδοσίας, που τον συνοδεύει σε ολόκληρη τη ζωή του, ότι την περίοδο του μακαρθισμού έδωσε στην Επιτροπή Αντιαμερικανικών Ενεργειών τα ονόματα των φίλων και συντρόφων του προκειμένου να αποφύγει τη δική του δίωξη για το κομμουνιστικό παρελθόν του, ομολογεί ότι το έκανε με τη δικαιολογία ότι έτσι και αλλιώς τα ονόματα αυτά ήσαν ήδη γνωστά στην Επιτροπή.


Εκείνο τον καιρό είχε αρχίσει να γράφει το σενάριο μιας καινούργιας ταινίας. Ηταν το σενάριο του «Αμέρικα, Αμέρικα», τα γυρίσματα του οποίου έγιναν το 1962-63, πρώτα στην Κωνσταντινούπολη και αργότερα στην Ελλάδα. Μου πρότεινε να συνεργασθώ ως σύμβουλος παραγωγής. Δέχθηκα γιατί ήμουν βέβαιος ότι θα του φαινόμουν χρήσιμος. Ετσι άρχισε να πυκνώνει ο Καζάν τα ταξίδια του στην Ελλάδα. Θέλησε να γνωρίσει τον τόπο, τα τοπία, τους ανθρώπους, τις καταστάσεις. Η δική μου εντύπωση τότε, αλλά και αργότερα, ήταν ότι ο Ηλίας Καζάν πριν από όλα βάζει μπροστά τη σκοπιμότητα της όποιας επιδίωξής του. Ισως γιατί αισθάνεται κοσμοπολίτης.


Οταν το 1962 τον συνόδευσα στην Αγκυρα για να ζητήσει από την τουρκική κυβέρνηση να του συμπαρασταθεί στα «γυρίσματα» της ταινίας του, προέβαλλε, προφανώς για να τους κολακεύσει, σε κάθε ευκαιρία την τουρκική καταγωγή του.


* Το σπίτι στην Καισάρεια


Προτού αναχωρήσουμε για την Αγκυρα, είχε εξασφαλίσει από την Ουάσιγκτον να μας δεχθεί ο αμερικανός πρέσβης στην Τουρκία και μέσω αυτού τα ισχυρά πρόσωπα του στρατιωτικού καθεστώτος το οποίο είχε ανατρέψει την τουρκική κυβέρνηση του Μεντερές και είχε επιβάλει στρατιωτική δικτατορία.


Ο πρέσβης, που ήταν άρρωστος από γρίπη, μας υποδέχθηκε, με τις πιζάμες, καθισμένος στο κρεβάτι και ζήτησε να πληροφορηθεί τα καθέκαστα: ποιο ήταν το θέμα του σεναρίου, τι λογής διευκολύνσεις θα ζητούσε ο Καζάν από την τουρκική κυβέρνηση, για ποια εποχή είχε προγραμματίσει να γίνουν τα «γυρίσματα» της ταινίας κλπ.


Ο Καζάν ξεκαθάρισε στον αμερικανό πρέσβη ευθύς από την πρώτη στιγμή ότι η ταινία του δεν είχε ούτε τουριστικό «μπακγκράουντ» ούτε κολάκευε την Τουρκία, αφού θα περιέγραφε τις διώξεις και τα κακουργήματα που υπέστησαν Ελληνες και Αρμένιοι από τους Τούρκους. Ο αμερικανός πρέσβης έμεινε σκεπτικός και επεσήμανε ότι, αν θα δίναμε στην τουρκική λογοκρισία να διαβάσει το πραγματικό σενάριο, θα έπρεπε καλύτερα να το ξεχάσουμε.


Την επόμενη κιόλας ημέρα είχαμε συνάντηση με τον αρχηγό της Επανάστασης, στρατηγό Γκιοκσέρ. Ο στρατηγός μάς υποδέχθηκε πάρα πολύ φιλικά. Η εντύπωσή μου ήταν ότι πίστευε πως η ταινία του Καζάν θα ήταν ωραία διαφημιστική προβολή για τη χώρα του.


Το ίδιο βράδυ κιόλας ήμασταν καλεσμένοι στο σπίτι του υπουργού Προεδρίας. Η συνάντηση εκείνη εξελίχθηκε σε γλέντι τρικούβερτο. Είχε φέρει ο οικοδεσπότης και λαϊκούς μουσικούς και με τη βοήθεια του ρακιού περάσαμε θαυμάσια!


Ο Καζάν είχε ζητήσει να επισκεφθεί το προγονικό του σπίτι στην Καισάρεια.


Το ίδιο απόγευμα επισκεφθήκαμε το χωριό του Καζάν, το Μουταλάσκη. Είχε μαζευτεί πολύς κόσμος (σίγουρα ύστερα από προειδοποίηση) που μπουλουκοειδώς μας ακολουθούσε όπου και αν πηγαίναμε, ενώ τα τουρκάκια έτρεχαν μπροστά φωνάζοντας «Ελία Καζάν γκελντί!» (Εφθασε ο Ηλίας Καζάν).


Οταν γυρίσαμε στην Αθήνα, μου ζήτησε ο Καζάν να του οργανώσω μια «οντισιόν» για να διαλέξει τον πρωταγωνιστή της ταινίας του.


Στην «οντισιόν» είχε κοντά του και τον Δημήτρη Ροντήρη. Πέρασαν σε ένα πρωί κάπου εκατό υποψήφιοι. Δεν τους ζητούσε να πουν παρά μονάχα λίγα λόγια. Δεν τον ενδιέφερε η ηθοποιία αλλά αν ήξεραν αγγλικά, έστω και σπασμένα. Βασικά όμως τον ενδιέφερε η εξωτερική τους εμφάνιση. Οταν τελείωσε η «οντισιόν», ρώτησε ο Καζάν τον Ροντήρη ποιος κατά τη γνώμη του ήταν ο πιο κατάλληλος. Ο Ροντήρης του ανέφερε τον νέο που εκείνος ξεχώρισε. Του Καζάν όμως η επιλογή ήταν διαφορετική. Ο Ροντήρης παρατηρούσε με το βλέμμα του σκηνοθέτη του θεάτρου· ο Καζάν με το βλέμμα του σκηνοθέτη του κινηματογράφου. Η επιλογή του έπεσε στον Γιαλέλη, ένα νέο χωρίς καμία πείρα θεατρική ή κινηματογραφική, πρωτόγονο, ακατέργαστο. Αυτόν ήθελε ο Καζάν και σε αυτόν εμπιστεύτηκε τον ρόλο.


Τα Σαββα.τοκύριακα κάναμε εκδρομές στις μακρινές παραλίες. Του είχε αρέσει πολύ η Κινέττα και ήθελε μάλιστα να αγοράσει σπίτι σε εκείνο το μέρος. Μετά από λίγο καιρό και αφού κλείστηκε η συμφωνία με τον ιδιοκτήτη και ήμασταν στην υπογραφή του συμβολαίου, μετανιώνει. Αυτός ήταν ο Καζάν.


Το 1960 είχα θίασο με τον Μίκη Θεοδωράκη στο θέατρο «Παρκ». Τον περιμέναμε στην παράσταση της «Ομορφης Πόλης» και εκείνος βρέθηκε στο διπλανό «Μετροπόλιταν» να παρακολουθεί την «Οδό Ονείρων» του Μάνου Χατζιδάκι. Είχε ιδιαίτερη αδυναμία στον Μάνο Χατζιδάκι και στον Παντελή Βούλγαρη.


Ηταν φοβερά τσιγκούνης. Οσες φορές έχω φάει μαζί του στη Νέα Υόρκη, ήταν ή στο γραφείο με δύο σάντουιτς που μας τα αγόραζε η γραμματέας του, η Αϊλίν, από τη διπλανή «Ντελικατέσεν» ή σπίτι του, όπου άνοιγε μια κονσέρβα και ζέσταινε το περιεχόμενό της στην κατσαρόλα.


Δεν έδινε καμία σημασία στο ντύσιμό του. Γύριζε πάντοτε με το ίδιο κοστούμι, ποτέ δεν θυμάμαι να τον είδα να αγοράζει καινούργιο.


* Δύσκολες σχέσεις


Ηταν το φθινόπωρο του 1963 και εγώ, που εκείνο τον καιρό βρισκόμουν στην Κίνα και στην Ιαπωνία, βιάστηκα να γυρίσω στη Νέα Υόρκη για να παρευρεθώ στην πρεμιέρα και να σταθώ και εγώ ως στέλεχος της «παραγωγής» στην είσοδο του κινηματογράφου μαζί με τον Καζάν, τον διευθυντή της παραγωγής Μακ Ουάιαρ και τους άλλους συντελεστές της ταινίας. Εκεί πληροφορηθήκαμε ότι ο Καζάν δεν επρόκειτο να παρευρεθεί γιατί είχε πεθάνει εκείνη την ημέρα η γυναίκα του.


Ολα δεν ήταν ρόδινα στις σχέσεις μου μαζί του. Αυτό ήταν φυσικό. Σε μια σχέση που κρατά 40 και περισσότερα χρόνια θα δημιουργηθούν και παρεξηγήσεις.


Ηταν τότε που είχε κάνει μεγάλη εντύπωση «Το εξπρές του μεσονυκτίου», που περιέγραφε τα βασανιστήρια που πέρασε ένας αμερικανός δημοσιογράφος στις τουρκικές φυλακές της Πόλης.


Ο Καζάν είχε βάλει μπροστά να γυρίσει την καινούργια του ταινία «Ο Ανατολίτης» και αυτή τη φορά είχε απόλυτη ανάγκη από τις διευκολύνσεις που θα του έδινε η τουρκική κυβέρνηση. Προφανώς για να τους καλοπιάσει ανέλαβε να γράψει ένα άρθρο στους «New York Times», με το οποίο έβγαζε ψεύτη τον σεναριογράφο του «Εξπρές του μεσονυκτίου».


Στο άρθρο αυτό, το οποίο μου έδωσε να διαβάσω προτού το στείλει για δημοσίευση, περιέγραφε τη θερμή υποδοχή που του έκανε ο πρωθυπουργός της Τουρκίας, ότι επισκέφθηκε τη φυλακή στην οποία είχε κρατηθεί ο αμερικανός δημοσιογράφος, ότι εκείνη την ημέρα έτυχε να είναι η γιορτή του Μπαϊραμιού, ότι του άνοιξαν φιλόξενα την πόρτα της φυλακής, ότι τον κέρασαν ρακί και πλούσιους μεζέδες, ότι του επετράπη να επισκεφθεί τους κρατουμένους και ότι τους είδε να τρώνε κανταΐφια και μπακλαβάδες. Με δυο λόγια, τα βρήκε όλα ρόδινα και έβγαλε το συμπέρασμα ότι εκείνα που είδε το κοινό στο «Εξπρές του μεσονυκτίου» ήταν όλα ψεύτικα και υποβολιμαία από εχθρούς της Τουρκίας.


Οταν τελείωσα το διάβασμα του άρθρου, του το πέταξα στα μούτρα λέγοντας ότι, αν το έστελνε για δημοσίευση, η εντύπωση που θα έβγαινε θα ήταν ότι είχε πληρωθεί από την τουρκική κυβέρνηση. Για μερικά χρόνια δεν του ξαναμίλησα.


* Ψυχολογικά προβλήματα


Κάποια ημέρα όμως ο διευθυντής του Αμερικανικού Κολεγίου Ψυχικού μού ζήτησε να προτείνω στον Καζάν μια εβδομάδα αφιερωμένη στα πιο φημισμένα κινηματογραφικά έργα του: στο «Βίβα Ζαπάτα», στο «Επαναστάτης χωρίς αιτία», στο «Ψηλά από τη γέφυρα», στο «Λεωφορείο ο Πόθος», στο «Αμέρικα, Αμέρικα», στον «Συμβιβασμό», στο «Χορτάρι είναι πράσινο». Ο Καζάν με χαρά δέχτηκε την πρόταση. Ηρθε στην Αθήνα και μίλησε στην εναρκτήρια προβολή. Τότε ήταν που ξαναμιλήσαμε.


Από τότε ξαναειδωθήκαμε πολλές φορές και στην Αθήνα και στη Νέα Υόρκη. Κάθε φορά που τον επισκέπτομαι σπίτι του τον βρίσκω να γράφει. Εχει εκδώσει αρκετά βιβλία και όλα σημείωσαν μεγάλη κυκλοφορία.


«Δεν χρειάζομαι χρηματοδότες ούτε ηθοποιούς ούτε στούντιο ούτε οπερατέρ ούτε σκηνογράφους», μου λέει. «Εγώ και η γραφομηχανή μου φτάνουν».


Οταν ήμουν στη Νέα Υόρκη για τις παραστάσεις του Εθνικού Θεάτρου, επισκέφθηκα δύο – τρεις φορές τον Καζάν στο σπίτι του. Τον ρώτησα αν θα ήθελε να πρότεινε στον Πολ Νιούμαν να προλόγιζε την παράσταση της Ηλέκτρας γιατί, όπως μου είπαν, όλοι λένε πως είναι φίλοι.


Μου απάντησε ξερά: «Κανένας δεν είναι φίλος μου και κανέναν δεν θέλω να ξέρω!».


Του είπα: «Καλά, εντάξει» και άλλαξα το θέμα της κουβέντας γιατί αυτή τη φορά τον βρήκα φοβερά καταβεβλημένο, όχι τόσο σωματικά όσο ψυχικά. Δεν ήταν ο παλιός Καζάν. Ηταν ένας άλλος άνθρωπος. Και λυπήθηκα πάρα πολύ γι’ αυτό.


Ρώτησα έναν κοινό μας φίλο: «Τι του συμβαίνει του Ηλία;».


«Νομίζω», μου απάντησε, «ότι έχει ψυχολογικά προβλήματα. Τώρα που βρίσκεται στο τέλος της καριέρας του, μιας καριέρας που προίκισε το αμερικανικό θέατρο και κινηματογράφο με μερικά αξεπέραστα αριστουργήματα, διαπιστώνει ότι το σύνδρομο που τον παρακολουθεί εδώ και 50 χρόνια ότι πρόδωσε τους συναδέλφους του την εποχή του μακαρθισμού είναι ο λόγος που η Επιτροπή Απονομής των Οσκαρ δεν τον έχει τιμήσει για τη συνολική προσφορά του στον αμερικανικό κινηματογράφο».


Μίλησα με πολλούς αμερικανούς δημοσιογράφους και κριτικούς και όλοι τους συμφωνούν ότι είναι μεγάλη παράλειψη της Επιτροπής Απονομής των Οσκαρ να μην έχει απονείμει ένα τιμητικό βραβείο στον Ηλία Καζάν για τη συνολική προσφορά του στον αμερικανικό κινηματογράφο.


Το κείμενο αυτό είναι το τέταρτο από μια σειρά οκτώ πορτρέτων γνωστών προσωπικοτήτων που ο κ. Θεόδωρος Κρίτας έγραψε ειδικά για «Το Βήμα» επιστρατεύοντας τις προσωπικές αναμνήσεις του.